ὀρνιθολόχος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ornitholochos | |Transliteration C=ornitholochos | ||
|Beta Code=o)rniqolo/xos | |Beta Code=o)rniqolo/xos | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ὀρνιχολόχος|ὀρνῑχολόχος]], ὁ<span class="sense"><span class="bld">A</span>, ([[λοχάω]]) [[bird-catcher]], [[fowler]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.48</span>, which passage is cited with [[ὀρνιθολόχῳ]] by Plu.2.473a, but with [[ὀρνιθολόγῳ]] (wrongly) in ib.406c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:39, 11 May 2023
English (LSJ)
Dor. ὀρνῑχολόχος, ὁA, (λοχάω) bird-catcher, fowler, Pi.I.1.48, which passage is cited with ὀρνιθολόχῳ by Plu.2.473a, but with ὀρνιθολόγῳ (wrongly) in ib.406c.
German (Pape)
[Seite 383] den Vögeln auflauernd, ihnen nachstellend, dor. ὀρνιχολόχος, Pind. I. 1, 48.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ὄρνις, λόχος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθολόχος: дор. ὀρνῑχολόχος ὁ птицелов Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθολόχος: -ον, Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ, (λοχάω) ὁ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Πινδ. Ι. 1. 67, Πλούτ. 2. 473Α.
Greek Monolingual
ὀρνιθολόχος, δωρ. τ. ὀρνιχολόχος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγάει και πιάνει πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος / -ιχος + λόχος «ενέδρα» (πρβλ. βωμολόχος)].
Greek Monotonic
ὀρνῑθολόχος: Δωρ. ὀρνῑχ-, ὁ (λοχάω), = το προηγ., σε Πίνδ.
Middle Liddell
λοχάω = ὀρνῑθοθήρης, Pind.]