σπουδαίος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / σπουδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[άξιος]] [[μεγάλης]] προσοχής, [[σημαντικός]], [[εξαίρετος]] (α. «[[σπουδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «σπουδαίο [[έργο]]» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῖοι», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «[[δώρον]] οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[ενάρετος]], [[χρηστός]] («[[σπουδαίος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επωφελής]], [[επικερδής]] («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει [[σπουδαιότητα]] και συμπεριφέρεται ανάλογα<br />β) «σπουδαίο [[πράμα]]» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] εντελώς ασήμαντο<br />γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] ασήμαντο και αδιάφορο<br />δ) «σπουδαίο [[πρόσωπο]]» ή «σπουδαίο [[υποκείμενο]]» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] («οὐ σπουδαῖος τοὺς [[πόδας]] ([[ἵππος]])», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει εξαιρετική [[ικανότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπουδαῖον</i><br />α) η [[ταχύτητα]], η [[γρηγοράδα]]<br />β) το [[αγαθό]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σπουδαῖον ἐστί μοί τι» — έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]] για μένα (<b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπουδαίως]] ΝΜΑ, και <i>σπουδαία</i> Ν<br />με [[σπουδαιότητα]] και [[σοβαρότητα]] («στήσαντα τὸ [[πρόσωπον]] [[σπουδαίως]] καὶ εὐσχημόνως», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>σπουδαία</i>)<br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[βαρύτητα]] και [[σημασία]], [[εξαίρετα]]<br /><b>2.</b> (ως [[έκφραση]] επιδοκιμασίας) [[έξοχα]], εξαιρετικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (το υπερθ.) <i>σπουδαιότατα</i><br />με [[πάρα]] πολύ [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπεύδω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]])].
|mltxt=-α, -ο / σπουδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και για πράγμ.) [[άξιος]] [[μεγάλης]] προσοχής, [[σημαντικός]], [[εξαίρετος]] (α. «[[σπουδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «σπουδαίο [[έργο]]» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῖοι», <b>Πλάτ.</b><br />δ. «[[δώρον]] οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) [[ενάρετος]], [[χρηστός]] («[[σπουδαίος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επωφελής]], [[επικερδής]] («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει [[σπουδαιότητα]] και συμπεριφέρεται ανάλογα<br />β) «σπουδαίο [[πράμα]]» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] εντελώς ασήμαντο<br />γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για [[κάτι]] ασήμαντο και αδιάφορο<br />δ) «σπουδαίο [[πρόσωπο]]» ή «σπουδαίο [[υποκείμενο]]» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ταχύς]] («οὐ σπουδαῖος τοὺς [[πόδας]] ([[ἵππος]])», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>3.</b> [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει εξαιρετική [[ικανότητα]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σπουδαῖον</i><br />α) η [[ταχύτητα]], η [[γρηγοράδα]]<br />β) το [[αγαθό]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σπουδαῖον ἐστί μοί τι» — έχει [[μεγάλη]] [[σημασία]] για μένα (<b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σπουδαίως]] ΝΜΑ, και <i>σπουδαία</i> Ν<br />με [[σπουδαιότητα]] και [[σοβαρότητα]] («στήσαντα τὸ [[πρόσωπον]] [[σπουδαίως]] καὶ εὐσχημόνως», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. <i>σπουδαία</i>)<br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[βαρύτητα]] και [[σημασία]], [[εξαίρετα]]<br /><b>2.</b> (ως [[έκφραση]] επιδοκιμασίας) [[έξοχα]], εξαιρετικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ταχύτητα]], [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> (το υπερθ.) <i>σπουδαιότατα</i><br />με [[πάρα]] πολύ [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπεύδω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

-α, -ο / σπουδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῖοι», Πλάτ.
δ. «δώρον οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν», Σοφ.)
2. (με ηθική σημ.) ενάρετος, χρηστόςσπουδαίος χαρακτήρας»)
νεοελλ.
1. επωφελής, επικερδής («ανέλαβε μια σπουδαία δουλειά»)
2. φρ. α) «κάνει τον σπουδαίο» — φαντάζεται ότι έχει σπουδαιότητα και συμπεριφέρεται ανάλογα
β) «σπουδαίο πράμα» — λέγεται ειρωνικά για κάτι εντελώς ασήμαντο
γ) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για κάτι ασήμαντο και αδιάφορο
δ) «σπουδαίο πρόσωπο» ή «σπουδαίο υποκείμενο» — λέγεται ειρωνικά για μηδαμινό άνθρωπο
αρχ.
1. γρήγορος, ταχύς («οὐ σπουδαῖος τοὺς πόδας (ἵππος)», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει σοβαρό ύφος, αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
3. δραστήριος, ενεργητικός
4. αυτός που έχει εξαιρετική ικανότητα
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπουδαῖον
α) η ταχύτητα, η γρηγοράδα
β) το αγαθό
6. φρ. «σπουδαῖον ἐστί μοί τι» — έχει μεγάλη σημασία για μένα (Δημοσθ.).
επίρρ...
σπουδαίως ΝΜΑ, και σπουδαία Ν
με σπουδαιότητα και σοβαρότητα («στήσαντα τὸ πρόσωπον σπουδαίως καὶ εὐσχημόνως», Ξεν.)
νεοελλ.
(στον τ. σπουδαία)
1. με μεγάλη βαρύτητα και σημασία, εξαίρετα
2. (ως έκφραση επιδοκιμασίας) έξοχα, εξαιρετικά
αρχ.
1. με ταχύτητα, γρήγορα
2. (το υπερθ.) σπουδαιότατα
με πάρα πολύ μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή (βλ. και λ. σπεύδω) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος)].