ὠμόσιτος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omositos | |Transliteration C=omositos | ||
|Beta Code=w)mo/sitos | |Beta Code=w)mo/sitos | ||
|Definition= | |Definition=ὠμόσιτον,<br><span class="bld">A</span> [[eating raw meat]], of the Sphinx, [[eating men raw]], A.''Th.''541; [[χαλαί]] (also of the Sphinx) E.''Ph.''1025 (lyr.); σκύλακες Id.''Ba.''338.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[eaten raw]], Lyc.654. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠμόσιτον,
A eating raw meat, of the Sphinx, eating men raw, A.Th.541; χαλαί (also of the Sphinx) E.Ph.1025 (lyr.); σκύλακες Id.Ba.338.
II Pass., eaten raw, Lyc.654.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange cru ; sauvage, féroce.
Étymologie: ὠμός, σῖτος.
German (Pape)
[ῑ],
1 roh, rohes Fleisch essend, fressend, dah. wild, grausam, bes. von reißenden Tieren; Aesch. Spt. 523 von der Sphinx; σκύλακες Eur. Bacch. 338; χαλαῖσιν ὠμοσίτοις Phoen. 1032.
2 roh gegessen, gefressen, Lycophr. 654.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόσῑτος: ὠμός поедающий в сыром виде, пожирающий живьем (Σφίγξ Aesch.; σκύλακες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὠμὴν τροφήν, ὠμοφάγος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, ὡς ἐσθιούσης ὠμὰς σάρκας ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 541· χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1025· σκύλακες ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 338. ΙΙ. παθ., ὁ σπαραχθεὶς ὠμός, Λυκόφρ. 654.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλόσιτος].
Greek Monotonic
ὠμόσῑτος: -ον, λέγεται για τη Σφίγγα, αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· χαλαὶ ὠμόσιτοι, επίσης για τη Σφίγγα, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὠμό-σῑτος, ον,
of the Sphinx, eating men raw, Aesch.; χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, also of the Sphinx, Eur.