ἀκμής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
m (Text replacement - "Hermot" to "Hermot")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akmis
|Transliteration C=akmis
|Beta Code=a)kmh/s
|Beta Code=a)kmh/s
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., <span class="bibl">Paus.6.15.5</span>: (κάμνω):—[[untiring]], [[unwearied]], <span class="bibl">Il.11.802</span>, <span class="bibl">15.697</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>353</span>; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου <span class="title">AP</span>9.526 (Alph.):—also in late Prose, <span class="bibl">D.H.9.14</span>, Paus. [[l.c.]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>13</span>, <span class="bibl">Onos.22.1</span>.
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: ([[κάμνω]]):—[[untiring]], [[unwearied]], Il.11.802, 15.697, S.''Ant.''353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου ''AP''9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. [[l.c.]], Plu.''Cim.''13, Onos.22.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμής Medium diacritics: ἀκμής Low diacritics: ακμής Capitals: ΑΚΜΗΣ
Transliteration A: akmḗs Transliteration B: akmēs Transliteration C: akmis Beta Code: a)kmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.

Spanish (DGE)

-ῆτος
• Grafía: graf. fon. ἀγμής Eust.885.9
• Morfología: [neutr. en Paus.6.15.5]
1 incansable de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε Il.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.Cim.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. ἀκμήτης
esp. en el ejército de refresco στρατός Hdn.3.7.4, δύναμις D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco Onas.22.1
tb. de anim. ταῦρος S.Ant.352
fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos (junto a ἀνθηροί) Him.63.6
incesante Ph.1.360.
2 intocado, entero προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.
inmarcesible, eterno πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου AP 9.526 (Alph.).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: , κάμνω.

German (Pape)

ῆτος, nicht ermüdet, frisch, von καμεῖν; Hom. dreimal, Il. 15.697 ἀκμῆτας καὶ ἀτειρέας, 16.44, 11.802 ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀυτῇ ὤσαιμεν (ὤσαισθε) προτὶ ἄστυ; – Arr. 5.18.2; Plut. Cim. 13; Luc. Hermot. 40; unermüdlich, ταῦρος, Hermann conj. für ἀδμής, Soph. Ant. 351; Alph. 7 (IX.526) πύλαι Ὀλύμπου ἀκμῆτες, die ewig festen.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμής: ῆτος adj.
1 неутомленный, свежий (ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.);
2 незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.

English (Autenrieth)

ῆτος (κάμνω): unwearied, only pl. (Il.)

Greek Monolingual

ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.

Greek Monotonic

ἀκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

κάμνω, = ἀκάμας
untiring, unwearied, Il., Soph.