ἀναλογισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ὁ, das Überrechnen, Überlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ὁ, das [[Überrechnen]], [[Überlegen]], Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[réflexion]] ; réexamen, révision, changement d'avis LSJ;<br /><b>2</b> [[raisonnement]];<br /><b>3</b> [[proportion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλογίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[réflexion]] ; [[réexamen]], [[révision]], [[changement d'avis]] LSJ;<br /><b>2</b> [[raisonnement]];<br /><b>3</b> [[proportion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλογίζομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:46, 21 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογισμός Medium diacritics: ἀναλογισμός Low diacritics: αναλογισμός Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: analogismós Transliteration B: analogismos Transliteration C: analogismos Beta Code: a)nalogismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A reconsideration, Th.3.36; reckoning, calculation, reflection 8.84; course of reasoning or line of reasoning, X.HG5.1.19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ Men.447; opp. ἐπιλογισμός, Stoic.2.89.
2 κατὰ τὸν ἀναλογισμόν = proportionately, according to proportionate reckoning, Docum. ap. D.18.106; δι' ἀναλογισμοῦ = through analogy S.E.P.1.147.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I proporción κατὰ τὸν ἀναλογισμόν = proporcionalmente doc. en D.18.106, cf. PRyl.219.8 (II a.C.)
paralelismo, analogía δι' ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως S.E.P.1.147.
II 1reflexión, razonamiento ἀναλογισμὸς ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μέγα ἐγνῶσθαι Th.3.36, cf. 8.84, ἐννοησάτω τὸν ἀναλογισμὸν αὐτοῦ X.HG 5.1.19, ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν Plu.2.126f
descubrimiento ἐς ἀναλογισμὸν τῆς τε ἑαυτοῦ ἀρετῆς ... ἀφικνούμενος D.C.39.24.4.
2 lóg. razonamiento analógico op. ἐπιλογισμός Chrysipp.Stoic.2.89.36, cf. Clem.Al.Strom.8.9.32.

German (Pape)

[Seite 196] ὁ, das Überrechnen, Überlegen, Thuc. 3, 36; der sich darauf gründende Entschluß, Xen. Hell. 5, 1, 19; ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλογισμῷ, Men. bei Or. Gnom. 1, 17; in einem Dokument bei Dem. 18, 106 ist κατὰ ἀναλογισμόν nach Verhältniß, wie κατ' ἀναλογίαν.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réflexion ; réexamen, révision, changement d'avis LSJ;
2 raisonnement;
3 proportion.
Étymologie: ἀναλογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλογισμός:
1 размышление, рассуждение или рассмотрение Thuc., Xen., Plut.;
2 соотношение, пропорция: κατὰ τὸν ἀναλογισμόν Dem. пропорционально, соразмерно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογισμός: ὁ, τὸ ἀναλογίζεσθαι μετὰ πλείονος περισκέψεως, τὸ ἀνασκοπεῖν ἐν νέου, Θουκ. 3. 36, πρβλ. 8. 84: - σκέψις, ὑπολογισμός, ἀπόφασις στηριζομένη ἐπὶ ἀναλογισμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19· ἐν τῷ πρὸς αὑτὸν ἀναλ. Μένανδ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 3. 2) κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, κατὰ τὸν ἐξ ἀναλογίας ὑπολογισμόν, παρὰ Δημ. 262. 5· δι’ ἀναλογισμοῦ ἤ τινος ἀποδείξεως Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρ. Ὑποτ. 1. 147.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλογισμός) ἀναλογίζομαι
1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση
2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός
αρχ.
1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό
2. υπολογισμός κατ' αναλογία.

Greek Monotonic

ἀναλογισμός: ὁ,
1. σκέψη, υπολογισμός, σε Θουκ.· πορεία ή σειρά συλλογισμού, σε Ξεν.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν, σύμφωνα με τον αναλογικό υπολογισμό, παρά Δημ.

Middle Liddell

[from ἀναλογίζομαι
1. reconsideration, Thuc.:— a course or line of reasoning, Xen.
2. κατὰ τὸν ἀναλογισμόν according to proportionate calculation, ap. Dem.

English (Woodhouse)

reconsideration, change of mind

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)