πολυΐστωρ: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[πολυμαθής]], [[πολύξερος]] («ὁ δὲ [[ποιητής]] πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για [[πολλά]] και ποικίλα θέματα<br />β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴστωρ]] / [[ἵστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[φιλίστωρ]]]. | |mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[πολυμαθής]], [[πολύξερος]] («ὁ δὲ [[ποιητής]] πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για [[πολλά]] και ποικίλα θέματα<br />β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴστωρ]] / [[ἵστωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[φιλίστωρ]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[erudite]]=== | |||
Bulgarian: ерудиран, начетен; Catalan: erudit; Chinese Mandarin: 博學/博学, 有學問/有学问, 淵博/渊博; Danish: lærd; Dutch: [[geleerd]], [[belezen]], [[erudiet]]; Faroese: lærdur; Finnish: oppinut, sivistynyt; French: [[érudit]]; Galician: erudito; German: [[belesen]], [[gelehrt]], [[gebildet]]; Greek: [[πολυμαθής]], [[λόγιος]]; Ancient Greek: [[λόγιος]], [[πολυΐστορος]], [[πολυΐστωρ]], [[πολυμαθής]], [[φιλόλογος]]; Hebrew: חבר אוריינות; Hungarian: művelt; Irish: léannta; Italian: [[erudito]]; Kurdish Central Kurdish: زانیار; Latin: [[eruditus]]; Macedonian: начитан, учен, ерудитивен; Norwegian Bokmål: lærd; Occitan: erudit; Persian: با سواد; Portuguese: [[erudito]]; Russian: [[эрудированный]], [[начитанный]], [[учёный]]; Slovak: erudovaný; Spanish: [[erudito]]; Swedish: lärd; Tagalog: matalisik; Vietnamese: có học thức, bác học; Yiddish: לומדיש | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 24 December 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, very learned, polymath, renaissance man, greatly learned, that knows many things, erudite, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epithet of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.; βίβλος AP9.280 (Apollonid.):—also πολυΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, ἴστωρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυΐστωρ: ορος adj. много знающий, весьма ученый (βίβλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, πολυμαθής, Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― ὡσαύτως πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ
1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.)
νεοελλ.
(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα
β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου
αρχ.
(για πράγμα) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴστωρ / ἵστωρ (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. φιλίστωρ].
Translations
erudite
Bulgarian: ерудиран, начетен; Catalan: erudit; Chinese Mandarin: 博學/博学, 有學問/有学问, 淵博/渊博; Danish: lærd; Dutch: geleerd, belezen, erudiet; Faroese: lærdur; Finnish: oppinut, sivistynyt; French: érudit; Galician: erudito; German: belesen, gelehrt, gebildet; Greek: πολυμαθής, λόγιος; Ancient Greek: λόγιος, πολυΐστορος, πολυΐστωρ, πολυμαθής, φιλόλογος; Hebrew: חבר אוריינות; Hungarian: művelt; Irish: léannta; Italian: erudito; Kurdish Central Kurdish: زانیار; Latin: eruditus; Macedonian: начитан, учен, ерудитивен; Norwegian Bokmål: lærd; Occitan: erudit; Persian: با سواد; Portuguese: erudito; Russian: эрудированный, начитанный, учёный; Slovak: erudovaný; Spanish: erudito; Swedish: lärd; Tagalog: matalisik; Vietnamese: có học thức, bác học; Yiddish: לומדיש