Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιλεσχήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perileschineftos
|Transliteration C=perileschineftos
|Beta Code=perilesxh/neutos
|Beta Code=perilesxh/neutos
|Definition=περιλεσχήνευτον, [[talked of in every club]] ([[λέσχη]]), [[matter of common talk]], Hdt.2.135.
|Definition=περιλεσχήνευτον, [[talked of in every club]] ([[λέσχη]]), [[matter of common talk]], [[Herodotus|Hdt.]]2.135.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλεσχήνευτος Medium diacritics: περιλεσχήνευτος Low diacritics: περιλεσχήνευτος Capitals: ΠΕΡΙΛΕΣΧΗΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: perileschḗneutos Transliteration B: perileschēneutos Transliteration C: perileschineftos Beta Code: perilesxh/neutos

English (LSJ)

περιλεσχήνευτον, talked of in every club (λέσχη), matter of common talk, Hdt.2.135.

German (Pape)

[Seite 582] wovon ringsum geschwatzt od. gesprochen wird, weit berühmt, Her. 2, 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est l'objet de tous les entretiens, fameux, célèbre.
Étymologie: περί, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιλεσχήνευτος -ον [περί, λεσχηνεύω] veelbesproken.

Russian (Dvoretsky)

περιλεσχήνευτος: передаваемый из уст в уста, известный всем, прославленный (οὔνομα Her.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)].

Greek Monotonic

περιλεσχήνευτος: -ον, αυτός που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε κάθε λέσχη (λέσχη), που αποτελεί θέμα κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιλεσχήνευτος: -ον, περὶ οὗ γίνεται λόγος ἐν πάσῃ λέσχῃ, περιλάλητος, Ἡρόδ. 2. 135· πρβλ. ἔλλεσχο προλεσχηνεύομαι.

Middle Liddell

περι-λεσχήνευτος, ον,
talked of in every club (λέσχἠ, matter of common talk, Hdt.