συγκατασκευάζω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkataskevazo | |Transliteration C=sygkataskevazo | ||
|Beta Code=sugkataskeua/zw | |Beta Code=sugkataskeua/zw | ||
|Definition=[[help in establishing]] or [[organizing]], τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.''Lac.''8.3; <b class="b3">πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Pl.''Lg.'' 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.''Vect.''4.38; <b class="b3">σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον</b> [[join in promoting]] it, D.18.143; <b class="b3">πάντα σ. τινί</b> [[assist]] him [[in promoting]], Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., ''BCH''55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld ''Lib.''p.25 O.; <b class="b3">-αζόμενος στοχασμός</b>, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog ''Stat.''3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566. | |Definition=[[help in establishing]] or [[organizing]], τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.''Lac.''8.3; <b class="b3">πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.''Vect.''4.38; <b class="b3">σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον</b> [[join in promoting]] it, D.18.143; <b class="b3">πάντα σ. τινί</b> [[assist]] him [[in promoting]], Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., ''BCH''55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld ''Lib.''p.25 O.; <b class="b3">-αζόμενος στοχασμός</b>, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog ''Stat.''3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 23 March 2024
English (LSJ)
help in establishing or organizing, τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.Lac.8.3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ. Pl.Plt. 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Pl.Lg. 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.Vect.4.38; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον join in promoting it, D.18.143; πάντα σ. τινί assist him in promoting, Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., BCH55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld Lib.p.25 O.; -αζόμενος στοχασμός, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog Stat.3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566.
German (Pape)
[Seite 966] mit bereiten, einrichten, helfen; Thuc. 1, 93; Xen. Lac. 8, 3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν, Plat. Polit. 274 d; Isocr. 3, 6; Dem. 3, 17; τινὶ δυναστείαν, Pol. 1, 83, 4; νίκην, 3, 111, 3.
French (Bailly abrégé)
aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; τί τινι aider qqn à préparer qch.
Étymologie: σύν, κατασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατασκευάζω, Att. ook ξυγκατασκευάζω helpen te bewerkstelligen of tot stand te brengen of te realiseren:. σ. τὴν ἀρχήν de heerschappij Thuc. 1.93.4; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον de oorlog in Amphissa Dem. 18.143. compleet uitrusten, van al het nodige voorzien; met dat.. οἳ τὸν βίον ἡμῖν συγκατεσκευάκασιν τέχναις... die het leven voor ons compleet hebben uitgerust met ambachten Plat. Lg. 920d.
Russian (Dvoretsky)
συγκατασκευάζω: совместно подготавливать, помогать осуществить (τὴν ἀρχήν Thuc.): πάνθ᾽ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν Plat. все, что обеспечивает человеческую жизнь; οἱ δὲ τοσούτου δέουσι ταύτων τι κωλύειν, ὥστε καὶ συγκατασκευάζουσιν Dem. этому они не только не препятствуют, но даже способствуют.
Greek Monolingual
Α κατασκευάζω
1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση
2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγή («οὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.)
3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
συγκατασκευάζω: μέλ. -σω, συντελώ στην κατασκευή ή την εδραίωση κάποιου πράγματος, συμπράττω, σε Θουκ. κ.λπ.· συγκατασκευάζω τὸν πόλεμον, συνεργώ στη διεξαγωγή πολέμου, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατασκευάζω: συμπαρασκευάζω, συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν αὐτοῦ, Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.
Middle Liddell
fut. σω
to help in establishing or framing, Thuc., etc.; ς. τὸν πόλεμον to join in promoting the war, Dem.