πλεονεκτικός: Difference between revisions
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonektikos | |Transliteration C=pleonektikos | ||
|Beta Code=pleonektiko/s | |Beta Code=pleonektiko/s | ||
|Definition=πλεονεκτική, πλεονεκτικόν, [[greedy]], [[grasping]], of persons, Isoc.12.243; ἡ [[πονηρία]] πλεονεκτικόν D.25.24: Comp. and Sup. [[πλεονεκτικώτερος]], [[πλεονεκτικώτατος]], Arist. ''Pol.''1333b10, ''Rh.''1418b37. Adv. [[πλεονεκτικῶς]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 91b, ''OGI''665.16 (Egypt, i A. D.); π. ἔχειν πρός τινα D.22.56; also, [[at an advantage]], [[μάχεσθαι]] Aen.Tact.16.18. | |Definition=πλεονεκτική, πλεονεκτικόν, [[greedy]], [[grasping]], of persons, Isoc.12.243; ἡ [[πονηρία]] πλεονεκτικόν D.25.24: Comp. and Sup. [[πλεονεκτικώτερος]], [[πλεονεκτικώτατος]], Arist. ''Pol.''1333b10, ''Rh.''1418b37. Adv. [[πλεονεκτικῶς]] = [[disposed to take too much]], [[greedily]], [[graspingly]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 91b, ''OGI''665.16 (Egypt, i A. D.); π. ἔχειν πρός τινα D.22.56; also, [[at an advantage]], [[μάχεσθαι]] Aen.Tact.16.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[cupide]], [[arrogant]], [[violent]];<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] op winst gericht:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. hebzuchtig; subst.. τό πλεονεκτικόν hebzucht Luc. 13.8. | |elnltext=πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] [[op winst gericht]]:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. [[hebzuchtig]]; subst.. [[τό πλεονεκτικόν]] = [[hebzucht]] Luc. 13.8. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλεονεκτικός:''' 3, жадный, своекорыстный, хищнический ([[βίος]] Dem.). | |elrutext='''πλεονεκτικός:''' 3, [[жадный]], [[своекорыстный]], [[хищнический]] ([[βίος]] Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:32, 8 February 2024
English (LSJ)
πλεονεκτική, πλεονεκτικόν, greedy, grasping, of persons, Isoc.12.243; ἡ πονηρία πλεονεκτικόν D.25.24: Comp. and Sup. πλεονεκτικώτερος, πλεονεκτικώτατος, Arist. Pol.1333b10, Rh.1418b37. Adv. πλεονεκτικῶς = disposed to take too much, greedily, graspingly Pl.Phd. 91b, OGI665.16 (Egypt, i A. D.); π. ἔχειν πρός τινα D.22.56; also, at an advantage, μάχεσθαι Aen.Tact.16.18.
German (Pape)
[Seite 630] ή, όν, zum πλεονέκτης gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur πλεονεξία geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cupide, arrogant, violent;
Sp. πλεονεκτικώτατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] op winst gericht:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. hebzuchtig; subst.. τό πλεονεκτικόν = hebzucht Luc. 13.8.
Russian (Dvoretsky)
πλεονεκτικός: 3, жадный, своекорыстный, хищнический (βίος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
πλεονεκτικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, ἄπληστος, πλεονέκτης ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· βίος Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν πρός τινα Δημ. 610. 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλεονεκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλεονέκτης
νεοελλ.
αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλο
μσν.-αρχ.
αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῖσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.).
επίρρ...
πλεονεκτικώς / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, πλεονεκτικά Ν
με τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματα
μσν.-αρχ.
με ροπή προς την πλεονεξία.
Greek Monotonic
πλεονεκτικός: -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει πάρα πολλά, άπληστος, σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· πλεονεκτικῶς ἔχειν, σε Δημ.
Middle Liddell
πλεονεκτικός, ή, όν
disposed to take too much, greedy, Dem., etc. adv. -κῶς, Plat.; πλ. ἔχειν Dem.
English (Woodhouse)
aggressive, exacting, grasping, greedy, getting more than one's share, pushing