τιμώρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timorima
|Transliteration C=timorima
|Beta Code=timw/rhma
|Beta Code=timw/rhma
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[act of vengeance]], τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a.<br><span class="bld">2</span> [[penalty]], διπλᾶ.. ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.''Lg.''866b, cf. ''R.''363e.<br><span class="bld">II</span> [[aid]], [[succour]], <b class="b3">τὰ Μενέλεω τιμωρήματα</b> [[succour given]] to him, Hdt.7.169 ([[Μενέλεῳ]] Wesseling).
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[act of vengeance]], τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a.<br><span class="bld">2</span> [[penalty]], διπλᾶ.. ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.''Lg.''866b, cf. ''R.''363e.<br><span class="bld">II</span> [[aid]], [[succour]], <b class="b3">τὰ Μενέλεω τιμωρήματα</b> [[succour given]] to him, [[Herodotus|Hdt.]]7.169 ([[Μενέλεῳ]] Wesseling).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμώρημα Medium diacritics: τιμώρημα Low diacritics: τιμώρημα Capitals: ΤΙΜΩΡΗΜΑ
Transliteration A: timṓrēma Transliteration B: timōrēma Transliteration C: timorima Beta Code: timw/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A act of vengeance, τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a.
2 penalty, διπλᾶ.. ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.Lg.866b, cf. R.363e.
II aid, succour, τὰ Μενέλεω τιμωρήματα succour given to him, Hdt.7.169 (Μενέλεῳ Wesseling).

German (Pape)

[Seite 1116] τό, 1) Hülfe, Beistand, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, Strafe, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 secours, protection, défense;
2 châtiment;
3 vengeance.
Étymologie: τιμωρέω.

Russian (Dvoretsky)

τῑμώρημα: ατος τό
1 защита, заступничество, помощь (τὰ τιμωρήματά τινι Her.);
2 отмщение, месть (τὸ τ. τινος εἴς τινα Plut.);
3 наказание, кара (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

τῑμώρημα: τό, βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, μετὰ δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, βοήθεια δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. πρᾶξις ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, ἐκδίκησις ἣν λαμβάνει τις παρά τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) ποινή, τιμωρία, διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E.

Greek Monolingual

τὸ, Α τιμωρῶ
1. βοήθεια, συνδρομή
2. πράξη εκδίκησης
3. ποινή, τιμωρία.

Greek Monotonic

τῑμώρημα: -ατος, τό,
I. βοήθεια, επικουρία, συνδρομή, με δοτ., σε Ηρόδ.
II. πράξη εκδίκησης· ποινή, τιμωρία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τῑμώρημα, ατος, τό, [from τιμωρέω
I. help, aid, succour given, c. dat., Hdt.
II. an act of vengeance: a penalty, Plat.