ἐκλιπής: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of [[ἐκλείπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[failing]], [[deficient]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], Thuc.]<br /><b class="num">II.</b> omitted, [[overlooked]], Thuc.
|mdlsjtxt=ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of [[ἐκλείπω]]<br /><b class="num">I.</b> [[failing]], [[deficient]], ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = [[ἔκλειψις]], Thuc.]<br /><b class="num">II.</b> omitted, [[overlooked]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[praetermissus]]'', [[neglected]], [[omitted]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.97.2/ 1.97.2],<br>''[[defectus]]'', [[failure]], [[revolt]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.52.1/ 4.52.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:03, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλῐπής Medium diacritics: ἐκλιπής Low diacritics: εκλιπής Capitals: ΕΚΛΙΠΗΣ
Transliteration A: eklipḗs Transliteration B: eklipēs Transliteration C: eklipis Beta Code: e)kliph/s

English (LSJ)

ἐκλιπές, (ἐκλείπω)
A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6.
II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.

Spanish (DGE)

-ές
1 omitido, pasado por alto τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores Th.1.97, cf. Arr.An.1.12.2.
2 deficiente, falto, vacío c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser Gorg. en Arist.Xen.980a6
subst. τὸ ἐ. el vacío Plu.2.479b.
3 que sufre eclipse, eclipsado c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol Th.4.52, cf. D.C.55.22.3.

German (Pape)

[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;
2 abandonné.
Étymologie: ἐκλείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλῐπής:
1 оставленный, брошенный (ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον Thuc.);
2 недостающий, нехватающий (τινι Arst.): τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο Thuc. произошло небольшое затмение солнца.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.

Greek Monolingual

ἐκλιπής, -ές (Α)
1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική έκλειψη ηλίου)
2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῖς πρὸ εμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον» — αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐκλῐπής: -ές,
I. αυτός που εξασθενεί, ελλιπής, ατελής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, σε Θουκ.
II. αυτός που παραλείφθηκε, παραβλέφθηκε, παραμελήθηκε, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐκλῐπής, ές [from ἐκλῐπεῖν aor2 inf. of ἐκλείπω
I. failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις, Thuc.]
II. omitted, overlooked, Thuc.

Lexicon Thucydideum

praetermissus, neglected, omitted, 1.97.2,
defectus, failure, revolt, 4.52.1.