ἀρχαιόγονος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=of [[ancient]] [[race]], of old [[descent]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀρχαιόγονον,
A of ancient race, of old descent, S.Ant.981.
II (perhaps parox. ἀρχαιογόνος) original, primal, αἰτία Arist.Mu.399a26 (nisi leg. ἀρχέγονον).
Spanish (DGE)
-ον
1 antiguo, noble σπέρμα ... ἀρχαιογόνων ... Ἐρεχθειδᾶν S.Ant.981.
2 originario αἰτία Arist.Mu.399a26 (cód.); cf. ἀρχέγονος.
German (Pape)
[Seite 364] aus altem Geschlechte, Soph. Tr. 968; übh. ursprünglich, αἰτία Arist. mund. 6, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une antique origine.
Étymologie: ἀρχαῖος, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιόγονος:
1 старинного происхождения, древний (Ἐρεχθεΐδαι Soph.);
2 изначальный, первичный (ἀ. καὶ πρώτη αἰτία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιόγονος: -ον, ὁ ἐξ ἀρχαίου γένους, λίαν ἀρχαῖος, Σοφ. Ἀντ. 981. ΙΙ. ἴσως παροξ. ἀρχαιο-γόνος, ἀρχικός, πρῶτος, αἰτία Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 21.
Greek Monolingual
ἀρχαιόγονος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος.
Greek Monotonic
ἀρχαιόγονος: -ον, αυτός που προέρχεται από αρχαία φυλή, από παλιά καταγωγή, σε Σοφ.