ὁμόστολος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omostolos | |Transliteration C=omostolos | ||
|Beta Code=o(mo/stolos | |Beta Code=o(mo/stolos | ||
|Definition=ὁμόστολον,<br><span class="bld">A</span> [[in company with]], [[attendant]], Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.''OT''212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.<br><span class="bld">II</span> generally, [[similar]], μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.''Supp.''496. | |Definition=ὁμόστολον,<br><span class="bld">A</span> [[in company with]], [[attendant]], Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.<br><span class="bld">II</span> generally, [[similar]], μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.''Supp.''496. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:18, 18 September 2023
English (LSJ)
ὁμόστολον,
A in company with, attendant, Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.OT212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.
II generally, similar, μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.Supp.496.
German (Pape)
[Seite 340] 1) zugleich, mitgeschickt, mitreifend, geleitend; Βάκχον Μαινάδων ὁμόστολον Soph. O. R. 212; sp. D., wie ὁμόστολον ὑμῖν ἕπεσθαι Ap. Rh. 2, 802; Nonn. – 2) (στολή) gleich gekleidet, u. übh. ähnlich, μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé ensemble ou avec ; τινος, compagnon de qqn.
Étymologie: ὁμός, στέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόστολος: στέλλω сопровождающий, сопутствующий (τινος Soph.).
στολή в одинаковом одеянии, т. е. одинаковый, сходный: μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁ. φύσις Aesch. наружность (у народов Нила и Инаха) различна.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόστολος: -ον, ὁ συμπορευόμενος μετά τινος, Βάκχον.. Μαινάδων ὁμόστολον Σοφ. Ο. Τ. 212· ὁμ. ὔμμιν ἕπεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 802. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος, μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολον φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496.
Greek Monolingual
(I)
ὁμόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης
2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιόστολος].
(II)
ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)
1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].
Greek Monotonic
ὁμόστολος: -ον (στέλλω), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.
Middle Liddell
ὁμό-στολος, ον, στέλλω
in company with others, c. gen., Soph.