στρατάρχης: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stratarchis | |Transliteration C=stratarchis | ||
|Beta Code=strata/rxhs | |Beta Code=strata/rxhs | ||
|Definition=στρατάρχου, ὁ, [[general of an army]], = [[στρατηγός]], A.''Fr.''182 (but [[falsa lectio|f.l.]]), Hdt.3.157, 8.44, Ph.2.533; gen. <b class="b3">στρατά[ρχου]</b> restd. in ''OGI''519.16 (Asia Minor, iii A.D.). | |Definition=στρατάρχου, ὁ, [[general of an army]], = [[στρατηγός]], A.''Fr.''182 (but [[falsa lectio|f.l.]]), [[Herodotus|Hdt.]]3.157, 8.44, Ph.2.533; gen. <b class="b3">στρατά[ρχου]</b> restd. in ''OGI''519.16 (Asia Minor, iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
στρατάρχου, ὁ, general of an army, = στρατηγός, A.Fr.182 (but f.l.), Hdt.3.157, 8.44, Ph.2.533; gen. στρατά[ρχου] restd. in OGI519.16 (Asia Minor, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, der Anführer eines Kriegsheeres; Aesch. frg. 168, Her. 3, 157. 8, 45; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d'armée.
Étymologie: στρατός, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατάρχης -ου, ὁ, of στράταρχος -ου [στρατός, ἄρχω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτάρχης: ου ὁ военачальник, полководец Her., Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων τοῦ στρατοῦ, = στρατηγός, Ἡρόδ. 3. 157., 8. 44, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και στρατάρχης Α
αρχηγός στρατού, αρχιστράτηγος
νεοελλ.
(σε ορισμένα κράτη) στρ. ανώτατος αρχηγός ενόπλων δυνάμεων ή ομάδα στρατιών, βαθμός που προβλέπεται μόνον σε χώρες με πολυπληθή ενεργό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + -άρχης (< ἄρχω)].
Greek Monotonic
στρᾰτάρχης: -ου, ὁ, αξίωμα στρατηγού, στρατιωτικός ηγέτης, αρχηγός στρατεύματος, αρχιστράτηγος, σε Ηρόδ.