στεγαστρίς: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stegastris | |Transliteration C=stegastris | ||
|Beta Code=stegastri/s | |Beta Code=stegastri/s | ||
|Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[serving for waterproof covering]]. διφθέραι Hdt. 1.194.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], prob. [[roof]], ''OGI''109.4 (Antaeopolis, ii A.D.). | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[serving for waterproof covering]]. διφθέραι [[Herodotus|Hdt.]] 1.194.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], prob. [[roof]], ''OGI''109.4 (Antaeopolis, ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194.
II as substantive, prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.
Russian (Dvoretsky)
στεγαστρίς: ίδος adj. f служащая покровом (διφθέρα Her.).
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς)].
Greek Monotonic
στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
στεγαστρίς, ίδος, ἡ, στεγάζω
that serves for covering, Hdt.