γέλασμα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gelasma
|Transliteration C=gelasma
|Beta Code=ge/lasma
|Beta Code=ge/lasma
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[smile]], κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα A.''Pr.''90.<br><span class="bld">II</span> [[cause of laughter]], γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. ''Sent.''12.
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[smile]], κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''90.<br><span class="bld">II</span> [[cause of laughter]], γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. ''Sent.''12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:00, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλᾰσμα Medium diacritics: γέλασμα Low diacritics: γέλασμα Capitals: ΓΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: gélasma Transliteration B: gelasma Transliteration C: gelasma Beta Code: ge/lasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A smile, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα A.Pr.90.
II cause of laughter, γῆρας πολυχρόνιον γ. Secund. Sent.12.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fig. sonrisa κυμάτων ἀνήριθμον γ. A.Pr.90, τὸ τῆς θαλάττης γ. Poll.6.200.
2 motivo de risa γῆρας ... πολυχρόνιον γ. Secund.Sent.18, cf. plu., Aq.Hb.1.10.

German (Pape)

[Seite 479] τό, das Lachen, übertr., κυμάτων Geplätscher der Wellen, Aesch. Pr. 90; Poll. 6, 200.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rire ; fig. pli, ride (sur la surface de l'eau).
Étymologie: γελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέλασμα -ατος, τό γελάω het lachen.

Russian (Dvoretsky)

γέλασμα: ατος τό досл. смех, перен. плеск или рябь (κυμάτων Aesch.).

Middle Liddell

γελάω
a laugh, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα "the many-twinkling smile of Ocean, " Aesch.

Greek Monolingual

το (AM γέλασμα) γελώ
1. το γέλιο
2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως
3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία
νεοελλ.
το ξεγέλασμα, η απάτη
αρχ.
ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.).

Greek Monotonic

γέλασμα: -ατος, τό (γελάω), γέλιο· κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, «το ακτινοβόλο χαμόγελο του Ωκεανού», σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

γέλασμα: τό, γέλως, κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα, τὸ τοῦ Keble «manytwinkling smile of Ocean» (πρβλ. ridentibus undis, Lucret.), Αἰσχύλ. Πρ. 90, ἔνθα ἴδε Blomf.· πρβλ. ἐπιγελάω, γέλως Ι. 2.

English (Woodhouse)

laugh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)