ἀνεπιστασία: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπιστασία]], (AM)<br />[[έλλειψη]] επιστασίας, επίβλεψης, [[αμέλεια]]. | |mltxt=[[ἀνεπιστασία]], (AM)<br />[[έλλειψη]] επιστασίας, επίβλεψης, [[αμέλεια]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[thoughtlessness]]=== | |||
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: [[irréflexion]]; Greek: [[ασυλλογισιά]]; Ancient Greek: [[ἀασιφρονία]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἀβουλία]], [[ἀβουλίη]], [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀλογιστία]], [[ἀλογιστίη]], [[ἀνεπιστασία]], [[ἀστοχία]], [[ἀφραδία]], [[ἀφραδίη]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[εἰκαιοσύνη]], [[κακοφροσύνη]], [[νηπιοφροσύνη]], [[τὸ ἀκατάσκεπτον]], [[τὸ ἀλόγιστον]], [[τὸ ἄφρον]], [[χαλιφροσύνη]]; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: [[temeritas]]; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť | |||
}} | }} |
Revision as of 21:13, 20 October 2024
English (LSJ)
ἡ, inattention, thoughtlessness, Pl.Ax.365d; distraction, insensateness (of passion), Phld.Ir.p.33 W.; want of reflection, Simp.in Cael.163.35,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de atención συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.Ax.365d
•falta de reflexión ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.in Cael.163.35
•insensatez Phld.Ir.p.33.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστᾰσία: ἡ невнимательность, пренебрежение или опрометчивость Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστασία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιστασίας, ἀλογιστία, ἀπροσεξία, Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους ἐνίοτε διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.
Greek Monolingual
ἀνεπιστασία, (AM)
έλλειψη επιστασίας, επίβλεψης, αμέλεια.
Translations
thoughtlessness
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: irréflexion; Greek: ασυλλογισιά; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβουλία, ἀβουλίη, ἀεσιφροσύνη, ἀλογιστία, ἀλογιστίη, ἀνεπιστασία, ἀστοχία, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, εἰκαιοσύνη, κακοφροσύνη, νηπιοφροσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, τὸ ἀλόγιστον, τὸ ἄφρον, χαλιφροσύνη; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: temeritas; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť