μενεπτόλεμος: Difference between revisions
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "muthig" to "mutig") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, mutig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:33, 28 June 2024
English (LSJ)
μενεπτόλεμον, staunch in battle, steadfast, Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; Περαιβοί, Κουρῆτες, Il.2.749, B.5.126.
German (Pape)
[Seite 132] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, mutig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.
Étymologie: μένω, πτόλεμος.
Russian (Dvoretsky)
μενεπτόλεμος: не отступающий в сражении, стойкий в бою (Τυδείδης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μενεπτόλεμος: -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, εὐσταθής, γενναῖος, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, μενεπτόλεμος ἥρως Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ μεναίχμης, μενεδήιος, μενέχαρμος, κτλ.
English (Autenrieth)
(μένω): steadfast in battle. (Il.)
Greek Monolingual
μενεπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].
Greek Monotonic
μενεπτόλεμος: -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.