Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "muthig" to "mutig")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, mutig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:33, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεπτόλεμος Medium diacritics: μενεπτόλεμος Low diacritics: μενεπτόλεμος Capitals: ΜΕΝΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: meneptólemos Transliteration B: meneptolemos Transliteration C: meneptolemos Beta Code: menepto/lemos

English (LSJ)

μενεπτόλεμον, staunch in battle, steadfast, Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; Περαιβοί, Κουρῆτες, Il.2.749, B.5.126.

German (Pape)

[Seite 132] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, mutig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.
Étymologie: μένω, πτόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

μενεπτόλεμος: не отступающий в сражении, стойкий в бою (Τυδείδης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μενεπτόλεμος: -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, εὐσταθής, γενναῖος, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, μενεπτόλεμος ἥρως Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ μεναίχμης, μενεδήιος, μενέχαρμος, κτλ.

English (Autenrieth)

(μένω): steadfast in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].

Greek Monotonic

μενεπτόλεμος: -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μενε-πτόλεμος, ον
staunch in battle, steadfast, Il.