ἀγάπημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάπημα''': τό, Λατ. deliciæ, ἀγαπητὸν, κεχαρισμένον, ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039· ἐπὶ ἀγαπητοῦ ἐδέσματος, λίχνων ἀνδρῶν ἀγ., Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» Φιλ. 1. 6.
|lstext='''ἀγάπημα''': τό, Λατ. [[deliciae]], ἀγαπητὸν, κεχαρισμένον, ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039· ἐπὶ ἀγαπητοῦ ἐδέσματος, λίχνων ἀνδρῶν ἀγ., Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» Φιλ. 1. 6.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 13:52, 4 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓γᾰ́πημα Medium diacritics: ἀγάπημα Low diacritics: αγάπημα Capitals: ΑΓΑΠΗΜΑ
Transliteration A: agápēma Transliteration B: agapēma Transliteration C: agapima Beta Code: a)ga/phma

English (LSJ)

τό, darling, of a person, Crates Theb.Fr.12, cf. Suet.Gramm.3, Epigr.Gr.1023 (Talmis):—generally, delight; of a dainty dish, λίχνων ἀνδρῶν ἀγάπημα Axionic.4.6; φίλον ὥραισιν ἀγάπημα Lyr.Alex.Adesp.24.

Spanish (DGE)

-μάτος, τό
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
delicia de dioses σοφῶν ἀνδρῶν ἀ., Εὐτελία Crates Theb.SHell.361, de pers. Πανός Suet.Gram.Rhet.3, χρυσοχέλ(υ) Παιάν, Μανδοῦλι, Ἀθηνᾶς ἀ. IMEG 167.1 (Talmis, imper.)
de alimentos λίχνων ἀνδρῶν ἀ. delicia de golosos Axionic.4.6, c. dat. φίλιον ὥραισιν ἀ. prob. del vino Lyr.Adesp.8(c).

German (Pape)

[Seite 9] ατος, τό, Gegenstand der Liebe, Crat. Theb. 4 (X, 194), ἀνδρῶν ἀγαθῶν, für g. M. vgl. Axionic. Ath. VIII, 342 c.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d'affection, délices.
Étymologie: ἀγαπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγάπημα: ατος (ᾰγᾰ) τό предмет любви (ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἀ. Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάπημα: τό, Λατ. deliciae, ἀγαπητὸν, κεχαρισμένον, ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039· ἐπὶ ἀγαπητοῦ ἐδέσματος, λίχνων ἀνδρῶν ἀγ., Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» Φιλ. 1. 6.

Greek Monotonic

ἀγάπημα: -ατος, τό (ἀγαπάω), κάτι που συνιστά απόλαυση, τέρψη, λέγεται για αγαπημένο, προσφιλές έδεσμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀγαπάω
a delight, darling, Anth.