οἱονεί: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οιονεί]] δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. [[οἷον]] αἰ)<br />[[κατά]] κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ [[ἔντερον]] [[εὖρος]] ἔχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οιονεί]] [[νομή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[μορφή]] νομής που αποτελεί μερική [[φυσική]] εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με [[διάνοια]] δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε [[αντιδιαστολή]] με την καθολική [[νομή]] ή, [[απλώς]], [[νομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]], ουδ. της αντων. [[οἷος]] <span style="color: red;">+</span> υποθετικό <i>εἰ</i> (δωρ. [[οἷον]] αἰ</i>). Ο τ. <i>οἱονανεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰ</i>].
|mltxt=(Α [[οιονεί]] δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. [[οἷον]] αἰ)<br />[[κατά]] κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῖα οἱονεὶ [[ἔντερον]] [[εὖρος]] ἔχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οιονεί]] [[νομή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[μορφή]] νομής που αποτελεί μερική [[φυσική]] εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με [[διάνοια]] δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε [[αντιδιαστολή]] με την καθολική [[νομή]] ή, [[απλώς]], [[νομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]], ουδ. της αντων. [[οἷος]] <span style="color: red;">+</span> υποθετικό <i>εἰ</i> (δωρ. [[οἷον]] αἰ</i>). Ο τ. <i>οἱονανεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἱονεί Medium diacritics: οἱονεί Low diacritics: οιονεί Capitals: ΟΙΟΝΕΙ
Transliteration A: hoioneí Transliteration B: hoionei Transliteration C: oionei Beta Code: oi(onei/

English (LSJ)

for οἷον εἰ, as if, Antiph.231.6, Men.Georg.58, Arist.HA 495b25, Pr.923b33; = οἷον (οἷος v. 2 d), Arist. de An.430b13; Dor. οἷον αἰ Epich.155; so οἱονπερεί (q.v.); οἱονανεί, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

conj.
comme si, comme.
Étymologie: οἷον, εἰ.

German (Pape)

d.i. οἷον εἰ, wie wenn gleichsam, Pol. 1.3.4 und Sp. oft.

Russian (Dvoretsky)

οἱονεί: conj. как если бы Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

οἱονεί: ἀντὶ οἷον εἰ, ὡς εἰ, ὡσεί, Λατ. quasi, tanquam si, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17, Προβλ. 20. 10· Δωρ. οἷον αἱ, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 146· οὕτως, οἱονπερεὶ Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· - πρβλ. ὡσπερανεί.

Greek Monolingual

οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῖα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].

Greek Monotonic

οἱονεί: αντί οἷον εἰ, όπως το Λατ. quasi, tanquam si, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[for οἷον εἰ]
as if, Lat. quasi, tanquamsi, Arist.

Mantoulidis Etymological

(=ὡσάν). Ἀπό τό οἶον (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων. οἷος, σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. σύνδεσμος).