ἀμετάδοτος: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
m (Text replacement - "τινός" to "τινός") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] [[nicht | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] [[nicht mitteilend]], Plut. cup. div. 5, im adv. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
ἀμετάδοτον,
A not imparting, sharing, τινός Sch.E.Hipp.145: abs., niggardly, βίος Nic.Dam.p.144b28D.; of persons, opp. κοινωνητικοί, Epict.Sent.6. Adv. ἀμεταδότως, ζῆν = live without giving to any one, Plu.2.525d.
II Pass., not imparted, secret, ὑφήγησις Vett.Val.331.6, cf.PMag.Par.1.256.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no participado, secreto, ἀπόρρητος ἀμετάδοτος ὑφήγησις Vett.Val.331.6, πραγματεία PMag.4.256
•de lo que no se ha dado parte, no público δημοσίωσις SB 7634.40 (III a.C.).
2 no participable, no comunicable ἀμετάδοτος γὰρ ἡ δόξα τοῦ Παντοκράτορος = pues la gloria del Omnipotente no es comunicable Eun.Cyz. en Gr.Nyss.M.45.520A.
3 que no participa ἀθύτων πελάνων Sch.E.Hipp.145
•abs. tacaño βίος Nic.Dam.138, (οἱ κόλακες) πληκτικοὶ καὶ ἄποροι καὶ ἀ. καὶ ἄχρ<ε>ιοι Epict.Sent.6.
II adv. ἀμεταδότως = sin hacer partícipe de nada, sin dar nada ζῆν Plu.2.525c.
German (Pape)
[Seite 122] nicht mitteilend, Plut. cup. div. 5, im adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάδοτος: -ον, ὁ μὴ μεταδιδοὺς τινί τι, Βασίλ.: - ὁ μὴ μετέχων, δηλ. ἀφωρισμένος τῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας, Βυζ. Ἐπίρ. ἀμεταδότως ζῆν = ζῶ χωρὶς νὰ μεταδίδω τι εἴς τινα, Πλούτ. 2.225D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάδοτος, -ον)
αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί
νεοελλ.
(ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός
μσν.
1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος
2. αυτός που δεν κοινώνησε τών αχράντων μυστηρίων, αμετάλαβος
αρχ.
1. αυτός που δεν δίνει από αυτά που έχει, φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. αυτός που δεν επικοινωνεί με τους άλλους, ακοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μεταδίδωμι.
ΠΑΡ. μσν. ἀμεταδοσία.