explícitamente: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀναπεπταμένως]], [[ἀνειλιγμένως]], [[διαρρήδην]], [[ἐπιρρήδην]], [[ἐπιῤῥήδην]], [[περιγεγραμμένως]], [[ | |sltx=[[ἀμφαδόν]], [[ἀμφανδόν]], [[ἀναπεπταμένως]], [[ἀναφανδόν]], [[ἀνειλιγμένως]], [[ἀπαρακαλύπτως]], [[ἀποπεφασμένως]], [[ἀπροφασίστως]], [[διαρρήδην]], [[ἐκδήλως]], [[ἐκδοχικῶς]], [[ἐκφανῶς]], [[ἐμφανέως]], [[ἐμφανῶς]], [[ἐνδήλως]], [[ἐνεργείᾳ]], [[ἐνωπῇ]], [[ἐπιδήλως]], [[ἐπιπολῆς]], [[ἐπιρρήδην]], [[ἐπιῤῥήδην]], [[ἐπιφανῶς]], [[ἑτοίμως]], [[καταφανῶς]], [[ὁρατῶς]], [[περιγεγραμμένως]], [[περιφανῶς]], [[πεφασμένως]], [[προδήλως]], [[προφανῶς]], [[σαφέως]], [[σαφῶς]], [[φανερῶς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 22 January 2024
Spanish > Greek
ἀμφαδόν, ἀμφανδόν, ἀναπεπταμένως, ἀναφανδόν, ἀνειλιγμένως, ἀπαρακαλύπτως, ἀποπεφασμένως, ἀπροφασίστως, διαρρήδην, ἐκδήλως, ἐκδοχικῶς, ἐκφανῶς, ἐμφανέως, ἐμφανῶς, ἐνδήλως, ἐνεργείᾳ, ἐνωπῇ, ἐπιδήλως, ἐπιπολῆς, ἐπιρρήδην, ἐπιῤῥήδην, ἐπιφανῶς, ἑτοίμως, καταφανῶς, ὁρατῶς, περιγεγραμμένως, περιφανῶς, πεφασμένως, προδήλως, προφανῶς, σαφέως, σαφῶς, φανερῶς