κυανός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext=)(.*)(\n}}\n{{elru\n\|elrutext=)(.*)}}" to "$1$2<br />$4}}")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνός:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[лазоревый камень]] Plat.
|elrutext='''κῠᾰνός:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[лазоревый камень]] Plat.<br />'''κῠᾰνός:''' (только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνός:''' (только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυανός -οῦ, ὁ lazuursteen (lapis lazuli).
|elnltext=κυανός -οῦ, ὁ lazuursteen (lapis lazuli).
}}
}}

Latest revision as of 22:41, 23 March 2024

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lapis-lazzuli.
Étymologie: v. κύανος.

Greek Monolingual

-ή -ό και κυανούς, -ή, -ούν (AM κυανοῦς, -ή, -οῦν και κυάνεος, -έα, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν
α) το χρώμα του ουρανού, γαλάζιο
β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο χρώμα (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει το βαθύ χρώμα του ουρανού, βαθυγάλαζος, μπλε σκούρος («διαφέρει δέ φώκαινα δελφῑνος... καὶ τὸ χρῶμα ἔχει κυανοῦν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από κύανο
2. μαύρος («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῖα θεάων κυάνεον», Ομ. Ιλ.)
3. σκοτεινός, σκούροςνεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φοβερός, τρομερός («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον», Πίνδ.)
5. φρ. «κυάνεαι φάλαγγες» — πυκνά πλήθη στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + επίθημα -εος (πρβλ. πορφύρεος, χρύσεος). Ο τ. κυανοῦς < κυάνεος με συναίρεση].

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνός:
Iлазоревый камень Plat.
κῠᾰνός: (только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανός -οῦ, ὁ lazuursteen (lapis lazuli).