coger: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (Text replacement - "σκοτοβινιάω, σπλεκόω" to "σπλεκόω") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=#pick: [[ἀντιψαύω]], [[ἀπαμέργομαι]], [[ἀγρεύω]], [[ἀποδρέπτομαι]], [[ἁφάζω]], [[ἀγρέω]], [[ἐγκαταλαμβάνω]], [[ἀντιφορτίζω]], [[ἀμέργω]], [[δρέπτω]], [[δρέπω]], [[αἴνυμαι]], [[αἱρέω]], [[ἀντεφάπτω]], [[ἐνονυχίζω]], [[ἀναδρέπω]], [[ἀποδρέπω]], [[διαλαμβάνω]], [[ἀποπροαιρέω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[αἴρω]], [[ἀναιρέω]], [[βαστάζω]], [[γεμίζω]], [[ἀντέχω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐλλαμβάνω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[ἀναλέγω]], [[ἁρπάζω]], [[ἀρύω]], [[ἁλίσκομαι]], [[ἀποκρατέω]] | |sltx=#pick: [[ἀντιψαύω]], [[ἀπαμέργομαι]], [[ἀγρεύω]], [[ἀποδρέπτομαι]], [[ἁφάζω]], [[ἀγρέω]], [[ἐγκαταλαμβάνω]], [[ἀντιφορτίζω]], [[ἀμέργω]], [[δρέπτω]], [[δρέπω]], [[αἴνυμαι]], [[αἱρέω]], [[ἀντεφάπτω]], [[ἐνονυχίζω]], [[ἀναδρέπω]], [[ἀποδρέπω]], [[διαλαμβάνω]], [[ἀποπροαιρέω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[αἴρω]], [[ἀναιρέω]], [[βαστάζω]], [[γεμίζω]], [[ἀντέχω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐλλαμβάνω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[ἀναλέγω]], [[ἁρπάζω]], [[ἀρύω]], [[ἁλίσκομαι]], [[ἀποκρατέω]] | ||
#fuck: [[βενέω]], [[βενῶ]], [[βινέω]], [[βινῶ]], [[διακροτέω]], [[διασποδέω]], [[κασαλβάζω]], [[κατελαύνω]], [[σπλεκόω]], [[τρυπάω]] | #fuck: [[βενέω]], [[βενῶ]], [[βινέω]], [[βινῶ]], [[διακροτέω]], [[διασποδέω]], [[κασαλβάζω]], [[κατελαύνω]], [[σπλεκόω]], [[σπεκλόω]], [[πλεκόω]], [[τρυπάω]] | ||
#touch: [[ἁφάω]] | #touch: [[ἁφάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 28 February 2024
Spanish > Greek
- pick: ἀντιψαύω, ἀπαμέργομαι, ἀγρεύω, ἀποδρέπτομαι, ἁφάζω, ἀγρέω, ἐγκαταλαμβάνω, ἀντιφορτίζω, ἀμέργω, δρέπτω, δρέπω, αἴνυμαι, αἱρέω, ἀντεφάπτω, ἐνονυχίζω, ἀναδρέπω, ἀποδρέπω, διαλαμβάνω, ἀποπροαιρέω, ἀναλαμβάνω, αἴρω, ἀναιρέω, βαστάζω, γεμίζω, ἀντέχω, ἐκλαμβάνω, ἐκδέχομαι, ἐλλαμβάνω, ἀντιλαμβάνω, ἀναλέγω, ἁρπάζω, ἀρύω, ἁλίσκομαι, ἀποκρατέω
- fuck: βενέω, βενῶ, βινέω, βινῶ, διακροτέω, διασποδέω, κασαλβάζω, κατελαύνω, σπλεκόω, σπεκλόω, πλεκόω, τρυπάω
- touch: ἁφάω