φιλοδοξέω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ἐπί τινι</b>" to "ἐπί τινι") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filodokseo | |Transliteration C=filodokseo | ||
|Beta Code=filodoce/w | |Beta Code=filodoce/w | ||
|Definition=[[love fame]], [[seek honour]], | |Definition=[[love fame]], [[seek honour]], ἐπί τινι [[for]] or in a thing, Arist.''Rh.''1387b35; σωφροσύνῃ Plb.31.28.10; <b class="b3">φ. εἰς τοὺς Ἕλληνας</b> [[seek credit]] amongst them, Id.1.16.10; <b class="b3">εἰς τὸ κοινόν, εἰς τὴν σύνοδον</b>, ''JHS''54.142 (Delos, ii B. C.); εἰς τὸν δῆμον ''IG''22.1304.40; ἐν τῇ πρὸς Εὐμένην διαφορᾷ Plb.31.6.5; ἐν ἀριστοκρατικῷ πολιτεύματι Id.23.14.1; πρός τι Id.27.9.7, Plu.2.125d; abs., Metrod.''Fr.''56, Plb.35.4.12, Phld.''Vit.''p.7. J., al.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">πεφιλοδοξηκὼς ἐν Σικελίᾳ καθάπερ ἐν ὀξυβάφῳ</b>, i.e. to be a great man in a small way, Plb.12.23.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:05, 26 March 2024
English (LSJ)
love fame, seek honour, ἐπί τινι for or in a thing, Arist.Rh.1387b35; σωφροσύνῃ Plb.31.28.10; φ. εἰς τοὺς Ἕλληνας seek credit amongst them, Id.1.16.10; εἰς τὸ κοινόν, εἰς τὴν σύνοδον, JHS54.142 (Delos, ii B. C.); εἰς τὸν δῆμον IG22.1304.40; ἐν τῇ πρὸς Εὐμένην διαφορᾷ Plb.31.6.5; ἐν ἀριστοκρατικῷ πολιτεύματι Id.23.14.1; πρός τι Id.27.9.7, Plu.2.125d; abs., Metrod.Fr.56, Plb.35.4.12, Phld.Vit.p.7. J., al.: prov., πεφιλοδοξηκὼς ἐν Σικελίᾳ καθάπερ ἐν ὀξυβάφῳ, i.e. to be a great man in a small way, Plb.12.23.7.
German (Pape)
[Seite 1279] den Ruhm lieben, ehrbegierig sein, eine Ehre worin suchen; ἐπί τινι, Arist. rhet. 2, 10; τινί, Pol. 24, 9,3; πεφιλοδοξηκὼς ἐν αὐτῇ Σικελίᾳ 12, 23, 7; εἰς τοὺς Ἕλληνας 1, 16, 10; D. Sic. 19, 54.
French (Bailly abrégé)
φιλοδοξῶ :
aimer la gloire, rechercher la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοδοξέω: домогаться славы: φ. ἐπί τινι Arst. и φ. τινι Polyb. искать славы в чем-л.; φ. εἴς τινα Polyb., стремиться стяжать славу у кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδοξέω: ἀγαπῶ τὴν δόξαν, τὴν φήμην, εἶμαι φιλόδοξος, ἐπί τινι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 4· τινι Πολυβ. 32, 14, 10· φιλοδοξῶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, ζητῶ δόξαν διὰ τὴν πρὸς πρὸς αὐτοὺς διαγωγήν μου, ὁ αὐτ. 1. 16, 10· πρός τι Πλούτ. 2. 125D· ἀπολ., Πολύβ. 35. 4, 12· ― παροιμ., φ. ἐν ὀξυβάφῳ, ἐπιζητῶ δόξαν ἐν μικροῖς πράγμασι, ὁ αὐτ. 12. 23, 7, πρβλ. 24. 9, 3.
Greek Monotonic
φῐλοδοξέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ τη φήμη, αναζητώ τιμές, ἐπί τινι, για ή σε κάποιο πράγμα, σε Αριστ.
Middle Liddell
φῐλοδοξέω, fut. -ήσω [from φῐλόδοξος]
to love fame, seek honour, ἐπί τινι for or in a thing, Arist.