ἐπόρνυμι: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(13_6b) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1009.png Seite 1009]] (s. [[ὄρνυμι]]), erregen, aufregen, erwecken; ἐπὶ δ' ὤρνυε πάντας ἑταίρους Od. 21, 100, im feindlichen Sinne, wie [[ἄγρει]] μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765; ὅς ῥά οἱ Ἅκτορ' ἐπῶρσε 17, 72; ἥ [[σφιν]] ἐπῶρσ' ἄνεμον Od. 5, 109; Eur. Cycl. 12; c. int., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἅκτορι Il. 7, 42; [[καί]] οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε Hes. Th. 523; feindlich, Unglück zusenden, ὀϊζύν Od. 7, 271, [[ἤδη]] γάρ οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον [[ἦμαρ]] Ill. 15, 613, [[ὕπνον]] τινί, der Gott sandte ihr einen Schlaf, Od. 22, 429; ὅς μοι ἐπῶρσε [[μένος]] Il. 10, 93, in mir Muth anregte. – Pass. sich gegen Einen erheben, anstürmen, ἐπῶρτ' Ἀ χιλῆϊ Il. 21. 324; so feindlich, ἐπὶ δ' ὤρνυτο [[δῖος]] Ἀπειός 23, 689; ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται Od. 14, 104, vgl. 3, 471 u. ἐπὶ δ' ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρει Il. 23, 112. Vgl. [[ὄρνυμι]]. – C. acc., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον Aesch. Suppl. 184. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1009.png Seite 1009]] (s. [[ὄρνυμι]]), erregen, aufregen, erwecken; ἐπὶ δ' ὤρνυε πάντας ἑταίρους Od. 21, 100, im feindlichen Sinne, wie [[ἄγρει]] μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765; ὅς ῥά οἱ Ἅκτορ' ἐπῶρσε 17, 72; ἥ [[σφιν]] ἐπῶρσ' ἄνεμον Od. 5, 109; Eur. Cycl. 12; c. int., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἅκτορι Il. 7, 42; [[καί]] οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε Hes. Th. 523; feindlich, Unglück zusenden, ὀϊζύν Od. 7, 271, [[ἤδη]] γάρ οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον [[ἦμαρ]] Ill. 15, 613, [[ὕπνον]] τινί, der Gott sandte ihr einen Schlaf, Od. 22, 429; ὅς μοι ἐπῶρσε [[μένος]] Il. 10, 93, in mir Muth anregte. – Pass. sich gegen Einen erheben, anstürmen, ἐπῶρτ' Ἀ χιλῆϊ Il. 21. 324; so feindlich, ἐπὶ δ' ὤρνυτο [[δῖος]] Ἀπειός 23, 689; ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται Od. 14, 104, vgl. 3, 471 u. ἐπὶ δ' ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρει Il. 23, 112. Vgl. [[ὄρνυμι]]. – C. acc., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον Aesch. Suppl. 184. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπόρνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -όρσω· ἀόρ. -ῶρσα: ― ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ὅς μοι [[ἐπῶρσε]] [[μένος]] Ἰλ. Υ. 93. 2) [[διεγείρω]] καὶ [[ἀποστέλλω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἄγρει]] μὰν οἱ [[ἔπορσον]] Ἀθηναίην, «ἄγε μὴν παρόρμησον αὐτῷ τὴν Ἀθηνᾶν» (Θ. Γαζῆς), Ε. 765, πρβλ. Μ. 293, Ὀδ. Φ. 100· μετ’ ἀπαρ., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Ἰλ. Η. 42.: - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ πραγμάτων, τὴν οϊζύν μοι [[ἐπῶρσε]] Ποσειδάων Ὀδ. Η. 271· οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον [[ἦμαρ]] Ἰλ. Ο. 613· ἥ [[σφιν]] ἐπῶρσ’ ἄνεμον Ὀδ. Ε. 109, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 12· τῇ τις θεὸς [[ὕπνον]] [[ἐπῶρσε]], ἔστειλεν [[ὕπνον]] εἰς αὐτήν, Ὀδ. Χ. 429, πρβλ. Ἰλ. Μ. 253. ΙΙ. Παθ. ἐπόρνῠμαι, [[μετὰ]] πρκμ. ἐπόρωρα, γ΄ ἑνικ. Ἐπικ. ἀορ. β΄παθ. ἐπῶρτο: ― ἐγείρομαι [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι, [[προσβάλλω]], [[ἐπιπίπτω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[μετὰ]] δοτ., ἦ καὶ ἐπῶρτ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Φ. 324· ἀπολ., ἐπὶ δ’ ὤρνυτο [[δῖος]] Ἐπειὸς Ψ. 689, πρβλ. 759 (ἴδε [[ὄρομαι]]): ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τὸν δ’ ἐπόρνυται στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 187: ― ἐπὶ πραγμάτων, μετ’ ἀπαρ., ὦρτο δ’ ἐπὶ.. [[οὖρος]] ἀήμεναι Ὀδ. Γ. 176· ἐπὶ [[δίψος]] ὄρωρεν Νικ. Θ. 774. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:06, 5 August 2017
English (LSJ)
and ἐπορνύω, aor. 1 -ῶρσα, poet. Verb,
A stir up, arouse, excite, ὅς μοι ἐπῶρσε μένος who called up my might, Il.20.93. 2 rouse and send against, ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναιην 5.765, cf. Od.21.100, E.Cyc.12 : c. inf., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Il.7.42 ; also of things, τὴν [ὀϊζύν] μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων Od.7.271 ; οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Il.15.613 ; ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od.5.109 ; τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε sent sleep upon her, Od.22.429, cf. Il.12.252 (tm.); λαίλαπας Cerc.5.9. II Pass., ἐπόρνῠμαι, with pf. ἐπόρωρα, later 3sg. ἐπώρορε Pancr.Oxy.1085.15 : 3sg.Ep.aor. 2 Pass. ἐπῶρτο:—rise against, fly upon one, c. dat., ἦ καὶ ἐπῶρτ' Ἀχιλῆϊ Il.21.324 : abs., ἐπὶ δ' ὄρνυτο δῖος Ἐπειός 23.689, cf. 759, Euph.23 : c. acc. cogn., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον A.Supp.187 ; of things, c. inf., ὦρτο δ' ἐπὶ..οὖρος ἀήμεναι Od.3.176 ; ἐπὶ δίψος ὄρωρεν Nic.Th.774.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ὄρνυμι), erregen, aufregen, erwecken; ἐπὶ δ' ὤρνυε πάντας ἑταίρους Od. 21, 100, im feindlichen Sinne, wie ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην Il. 5, 765; ὅς ῥά οἱ Ἅκτορ' ἐπῶρσε 17, 72; ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od. 5, 109; Eur. Cycl. 12; c. int., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἅκτορι Il. 7, 42; καί οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε Hes. Th. 523; feindlich, Unglück zusenden, ὀϊζύν Od. 7, 271, ἤδη γάρ οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Ill. 15, 613, ὕπνον τινί, der Gott sandte ihr einen Schlaf, Od. 22, 429; ὅς μοι ἐπῶρσε μένος Il. 10, 93, in mir Muth anregte. – Pass. sich gegen Einen erheben, anstürmen, ἐπῶρτ' Ἀ χιλῆϊ Il. 21. 324; so feindlich, ἐπὶ δ' ὤρνυτο δῖος Ἀπειός 23, 689; ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται Od. 14, 104, vgl. 3, 471 u. ἐπὶ δ' ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρει Il. 23, 112. Vgl. ὄρνυμι. – C. acc., τόνδ' ἐπόρνυται στόλον Aesch. Suppl. 184.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόρνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -όρσω· ἀόρ. -ῶρσα: ― ποιητ. ῥῆμα, διεγείρω, ἐξεγείρω, ὅς μοι ἐπῶρσε μένος Ἰλ. Υ. 93. 2) διεγείρω καὶ ἀποστέλλω ἐναντίον τινός, ἄγρει μὰν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην, «ἄγε μὴν παρόρμησον αὐτῷ τὴν Ἀθηνᾶν» (Θ. Γαζῆς), Ε. 765, πρβλ. Μ. 293, Ὀδ. Φ. 100· μετ’ ἀπαρ., οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Ἰλ. Η. 42.: - ὡσαύτως, ἐπὶ πραγμάτων, τὴν οϊζύν μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων Ὀδ. Η. 271· οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Ἰλ. Ο. 613· ἥ σφιν ἐπῶρσ’ ἄνεμον Ὀδ. Ε. 109, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 12· τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε, ἔστειλεν ὕπνον εἰς αὐτήν, Ὀδ. Χ. 429, πρβλ. Ἰλ. Μ. 253. ΙΙ. Παθ. ἐπόρνῠμαι, μετὰ πρκμ. ἐπόρωρα, γ΄ ἑνικ. Ἐπικ. ἀορ. β΄παθ. ἐπῶρτο: ― ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, ἐπιπίπτω ἐναντίον τινός, μετὰ δοτ., ἦ καὶ ἐπῶρτ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Φ. 324· ἀπολ., ἐπὶ δ’ ὤρνυτο δῖος Ἐπειὸς Ψ. 689, πρβλ. 759 (ἴδε ὄρομαι): ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὸν δ’ ἐπόρνυται στόλον Αἰσχύλ. Ἱκ. 187: ― ἐπὶ πραγμάτων, μετ’ ἀπαρ., ὦρτο δ’ ἐπὶ.. οὖρος ἀήμεναι Ὀδ. Γ. 176· ἐπὶ δίψος ὄρωρεν Νικ. Θ. 774.