σολοικισμός: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''σολοικισμός''': ὁ, [[ἔλλειψις]] ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε [[σολοικίζω]]· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: [[βαρβαρισμός]], [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, [[ἁμάρτημα]] περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις [[ἀτέχνως]] διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. [[βαρβαρισμός]], κ. ἀλλ. ΙΙ. [[τρόπος]] [[ἄγροικος]] καὶ [[ἄξεστος]], [[ἀπειροκαλία]], «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.
}}
}}

Revision as of 11:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σολοικισμός Medium diacritics: σολοικισμός Low diacritics: σολοικισμός Capitals: ΣΟΛΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: soloikismós Transliteration B: soloikismos Transliteration C: soloikismos Beta Code: soloikismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A incorrectness in the use of language, solecism, Arist.SE173b17; σολοικισμοὶ καὶ βαρβαρισμοί Phld.Rh.1.159 S., cf. Plu.2.731f, Luc.Vit.Auct.23; but βαρβαρισμός, incorrectness in the use of words, is distd. fr. σολ., incorrectness in the construction of sentences, A.D.Synt.198.8, cf. Phld.Rh.1.159 S.    2 of incorrect reasoning, περὶ σολοικισμῶν, title of work by Chrysippus, Stoic.2.6; cf.foreg. 1.2.    II awkwardness, Plu.2.520b (pl.).

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, ein Fehler wider die Regeln der Sprache S. Emp. adv. gramm. 210; übh. ein Verstoß gegen die gute Lebensart, unschickliches Betragen; τῶν ἡδονῶν Luc. Nigr. 31; Vit. auct. 23, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικισμός: ὁ, ἔλλειψις ὀρθότητος ἐν τῇ χρήσει τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14· βαρβαρισμὸς ἢ σ. Πλούτ. 2. 731F, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 23· καὶ ἴδε σολοικίζω· ἀλλ’ οἱ γραμματικοὶ ποιοῦνται τὴν ἑξῆς διάκρισιν: βαρβαρισμός, ἁμάρτημα περὶ τὴν χρῆσιν τῶν λέξεων, σολοικισμὸς δέ, ἁμάρτημα περὶ τὴν σύνταξιν τῶν προτάσεων, «ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται» Ἡσύχ., Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 198, Σουΐδ. ἐν λ. βαρβαρισμός, κ. ἀλλ. ΙΙ. τρόπος ἄγροικος καὶ ἄξεστος, ἀπειροκαλία, «χωριατιά», Πλούτ. 2. 520Α. ― Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σελ. 475 κἑξ.