ἀνακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(13_6b)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0192.png Seite 192]] an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ [[ἑρκίον]] αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινθείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν [[ὕπτιος]] Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Ggstz von ἐπιθεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, θύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ' ἐπιθεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0192.png Seite 192]] an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ [[ἑρκίον]] αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινθείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν [[ὕπτιος]] Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Ggstz von ἐπιθεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, θύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ' ἐπιθεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνακλίνω''': ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε [[κλίνω]]): ― [[στηρίζω]] τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] [[ποτὶ]] γαίῃ [[ἀγκλίνας]], πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]], ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, [[κεῖμαι]], βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὀπίσω]], [[ἀνάκειμαι]], Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν [[ὕπτιος]] Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. [[συνανακλίνομαι]]. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[ἀνάντης]], [[ἀνωφερής]], ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἀνοίγω (ἴδε [[ἀνίημι]] ΙΙ.), θύραν [[ἀγκλίνας]] Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν [[νέφος]] ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. [[κλίνω]] τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω [[τεῖχος]], ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακλίνω Medium diacritics: ἀνακλίνω Low diacritics: ανακλίνω Capitals: ΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: anaklínō Transliteration B: anaklinō Transliteration C: anaklino Beta Code: a)nakli/nw

English (LSJ)

poet. ἀγκλ-, (v. κλίνω)

   A lean one thing upon another, [τόξον] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας having laid it on the ground, Il.4.113; Ἔρως ἀνακλίνας τοῦ τόξου τὸν πῆχυν Philostr.Im.2.1; ἀ. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, of sailors struggling against the wind, Arist.Mech. 851b13; cause to recline at table, Plb.31.4.5, Ev.Luc.12.37:—mostly in Pass., lie, sink, or lean back, recline, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Od. 9.371; of persons asleep, 18.189; of rowers, 13.78; of the elephant, Arist.HA498a11; to be strung, of strings of lyre, Philostr.Im.1.10.    2 Pass., of ground, lie sloping upwards, Gp.2.3.1.    II push or put back, and so, open, θύρην ἀγκλίνας Od.22.156; so of the door of Olympus, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il.5.751, cf. Call.Ap.6; τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀ., i. e. the trap-door, Hdt. 5.16.    III throw the head back, and so, lift up, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγήν Pl.R.540a.    IV overthrow, of earthquake, compared to batteringram, Paus.7.24.10.

German (Pape)

[Seite 192] an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινθείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν ὕπτιος Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Ggstz von ἐπιθεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, θύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιθεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλίνω: ποιητ. ἀγκλ- (ἴδε κλίνω): ― στηρίζω τι ἐπί τινος, [[[τόξον]]] ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας, πρὸς τῇ γῇ ἀνακλίνας αὐτό, Ἰλ. Δ. 113· ἀν. ἑαυτοὺς ἐπὶ τὸ ἐναντίον, ἐπὶ ναυτῶν παλαιόντων κατὰ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστ. Μηχαν. 7. 2: ― ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐν τῷ παθητικῷ, κεῖμαι, βυθίζομαι ἢ ἐπερείδομαι, «ἀκκουμβῶ» ὀπίσω, ἀνάκειμαι, Λατ. resupinari, ἀνακλινθεὶς πέσεν ὕπτιος Ὀδ. Ι. 371· ἐπὶ κοιμωμένων, Σ. 189· ἐπὶ ἐρετῶν, Ν. 78· περὶ ἐλέφαντος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 9: ― παρὰ μεταγενεστέροις ἀντὶ τοῦ κατακλίνομαι, ἴδε ἐν λ. συνανακλίνομαι. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι ἀνάντης, ἀνωφερής, ἔχων κλίσιν πρὸς τὰ ἄνω, Γεωπ. 2. 3, 1. ΙΙ. ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, ἀνοίγω (ἴδε ἀνίημι ΙΙ.), θύραν ἀγκλίνας Ὀδ. Χ. 156· οὕτω περὶ τῆς θύρας τοῦ Ὀλύμπου, ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ’ ἐπιθεῖναι Ἰλ. Ε. 751· καὶ περὶ τῆς θύρας τοῦ δουρείου ἵππου, Ὀδ. Λ. 525· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 6· τὴν θύρην τὴν καταπηκτὴν ἀν., δηλ. τὴν καταπακτήν, τὴν «κλαβανήν», Ἡρόδ. 5. 16. ΙΙΙ. κλίνω τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, ἑπομ. ἀνυψῶ, τὴν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. IV. διαρρηγνύω τεῖχος, ἐπὶ τοῦ κριοῦ (τῆς πολιορκητικῆς μηχανῆς), Παυσ. 7. 24. 10.