несчастье: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
lsj>Spiros |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 09:48, 7 October 2024
Russian > Greek
ἀθλιότης, αἰκία, ἀκλήρημα, ἀμμορία, ἀμμορίη, ἀνολβίη, ἀντίξοον, ἀντίξουν, ἀρά, ἀρή, ἄτα, ἄτη, ἀτύχημα, δαίμων, δρᾶμα, δύη, δυσαμερία, δυσδαιμονία, δυσημερία, δυσμορία, δυσπραξία, δυστύχημα, δυστυχία, ἔλεος, κακοδαιμονία, κακοδαιμονίη, κακόν, κακοπραγία, κακότης, κακουχία, κήρ, λυγρά, λῦμα, νόσημα, οἰζύς, ὀϊζύς, πάθα, πάθη, πένθος, πῆμα, πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, πτῶμα, συμπότης, σύμπτωμα, συμφορά, συντυχία, τλημοσύνη, τύχη, χειμών