ἀσύνακτος: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, ἐπεισοδιώδης" to "Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης") |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[incoherent]]=== | |trtx====[[incoherent]]=== | ||
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: [[不连贯的]]; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: [[incohérent]], [[décousu]]; Galician: incoherente; German: [[inkohärent]], [[unzusammenhängend]], [[unlogisch]], [[unvereinbar]]; Greek: [[ασυνάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[ἐπεισοδιώδης]]; Italian: [[incoerente]], [[sconclusionato]]; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: [[incoerente]]; Russian: [[бессвязный]], [[несвязный]]; Spanish: [[incoherente]], [[inconexo]], [[deshilvanado]], [[descosido]]; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol | Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: [[不连贯的]]; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: [[incohérent]], [[décousu]]; Galician: incoherente; German: [[inkohärent]], [[unzusammenhängend]], [[unlogisch]], [[unvereinbar]]; Greek: [[ασυνάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἀδιεξέταστος]], [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀξυγκρότητος]], [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[διάφωνος]], [[ἐπεισοδιώδης]]; Italian: [[incoerente]], [[sconclusionato]]; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: [[incoerente]]; Russian: [[бессвязный]], [[несвязный]]; Spanish: [[incoherente]], [[inconexo]], [[deshilvanado]], [[descosido]]; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol | ||
}} | }} |
Revision as of 16:29, 16 October 2024
English (LSJ)
ἀσύνακτον, incompatible, incoherent, illogical, Phld.Sign.14, Epict.Ench.44, S.E.P.2.137.
Spanish (DGE)
-ον
1 incongruente, ilógico, no concluyente de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente Phld.Sign.14.2, λόγοι Epict.Ench.44, S.E.P.2.137, cf. M.8.120
•inconciliable τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.Epict.2.1.3.
2 no admitido en la comunidad, proscrito por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A
•excomulgado τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.Agath.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.
German (Pape)
[Seite 380] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύνακτος: несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνακτος: -ον, ἀσυμφυής, ἀσύμπλεκτος, ἀσυνάρτητος, ἄλογος, Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν ὅταν τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ οὕτως ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «ἐξώβλητος» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.
Greek Monolingual
και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) συνάγω
νεοελλ.
1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος
2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος
3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί
αρχ.-μσν.
(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη
αρχ.
αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.
Translations
incoherent
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol