ἐκκρούω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0765.png Seite 765]] (s. [[κρούω]]), herausschlagen, ἐκ τῶν χειρῶν Xen. Cyn. 10, 12; bes. im Kriege, vertreiben, herausschlagen, τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc. 4, 128; 6, 100; ἐξεκρούσθη 7, 102; Xen. Hell. 7, 4, 16; von der Bühne, Dem. 19, 23; τινὰ τῆς ἐλπίδος, ihn der Hoffnung berauben, Plat. Phaedr. 228 e; ähnlich τὸν Σόλωνα τῆς προαιρέσεως Plut. Sol. 14; vgl. Cat. min. 61; ἐκκρουσθεὶς τὸν λογισμόν Pyrrh. 30; λόγους, vereiteln, Plat. Prot. 336 c; ἐξέκρουε καὶ παρῆγε Plut. Rom. 23; χρόνους Dem. 36, 2, wie 40, 45, die Zeit hinbringen, aufschieben. – Intraus., hervorbrechen, Philostr. – Med. = act., πύνδακας ἐκκρούσασθαι Ar. Poll. 10, 79.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0765.png Seite 765]] (s. [[κρούω]]), herausschlagen, ἐκ τῶν χειρῶν Xen. Cyn. 10, 12; bes. im Kriege, vertreiben, herausschlagen, τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc. 4, 128; 6, 100; ἐξεκρούσθη 7, 102; Xen. Hell. 7, 4, 16; von der Bühne, Dem. 19, 23; τινὰ τῆς ἐλπίδος, ihn der Hoffnung berauben, Plat. Phaedr. 228 e; ähnlich τὸν Σόλωνα τῆς προαιρέσεως Plut. Sol. 14; vgl. Cat. min. 61; ἐκκρουσθεὶς τὸν λογισμόν Pyrrh. 30; λόγους, vereiteln, Plat. Prot. 336 c; ἐξέκρουε καὶ παρῆγε Plut. Rom. 23; χρόνους Dem. 36, 2, wie 40, 45, die Zeit hinbringen, aufschieben. – Intraus., hervorbrechen, Philostr. – Med. = act., πύνδακας ἐκκρούσασθαι Ar. Poll. 10, 79.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκκρούω''': κρούων [[ἐκβάλλω]] τι, παττάλους ἐκκρούειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372· φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (τὸ [[προβόλιον]]) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας (ὁ [[ἄγριος]] ὗς) Ξεν. Κυν. 10, 12· περὶ τοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263, ἴδε ἐν λέξει [[πύνδαξ]]· μεταφ., ἡ μείζων [[κίνησις]] ἐκκρ. τὴν ἐλάττω, ἀποδιώκει, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 3, κτλ.· ἡ ἑτέρα [[ἐνέργεια]] ἐκκρ. τὴν ἑτέραν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4· ἐκκρ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην [[αὐτόθι]] 3. 12, 7., 7. 14, 4. 2) ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], Θουκ. 4. 131, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16· ἀπὸ τόπου Θουκ. 4. 128· μεταφ., ἐκκρ. τινὰ ἐλπίδος, ματαιώνω τινὸς τὴν ἐλπίδα, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· τῆς προαιρέσεως Πλουτ. Σόλων 14· ἵνα μὴ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω Δημ. 329. 20· τοσαύτας τέχνας... εὑρίσκων ἐκκρούει ὁ αὐτ. 540. 26. - Παθ., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθεὶς Πλουτ. Πύρρ. 30. 3) δι’ ἀποδοκιμασίας καὶ συριγμῶν [[ἀναγκάζω]] ἠθοποιὸν νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, ἐβόων, ἐξέκρουον, λέγει ὁ Δημοσθένης 348. 14. - Μέσ., ἀπαλλάτομαί τινος, τι Πλούτ. 2. 515Α. 4) [[ἀναβάλλω]] διὰ προφάσεων, εἰς ὑστεραίαν τὴν γνώμην Δημ. 385. 26· τὴν δίκην ὁ αὐτ. 944. 10. πρβλ. 1021. 14, 23· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιοῦν δι’ ἀναβολῶν ἢ ὑπεκφυγῶν, Πλάτ. Πρωτ. 336C. - Παθ., γραφῆς ἐκκρουομένης Δημ. 1102. 19, πρβλ. 1266. 11· πρβλ. [[διακρούω]], [[παρακρούω]]. 5) [[ἐκρίπτω]], [[ἐξακοντίζω]], βέλη ἐκ μηχανῶν Δίων Κ. 75. 11. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφύομαι, ἀναφύομαι, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Φιλόστρ. 23.
}}
}}

Revision as of 11:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρούω Medium diacritics: ἐκκρούω Low diacritics: εκκρούω Capitals: ΕΚΚΡΟΥΩ
Transliteration A: ekkroúō Transliteration B: ekkrouō Transliteration C: ekkroyo Beta Code: e)kkrou/w

English (LSJ)

   A knock out, παττάλους Ar.Fr.402b ; τι ἐκ τῶν χειρῶν X.Cyn.10.12 ; for Ar.Fr.270 (Med.), v. πύνδαξ :—Pass., BGU1007.16 (iii B.C.).    b metaph., ἡ μείζων κίνησις ἐ. τὴν ἐλάττω expels, Arist.Sens.447a15 ; [ἡ ἡδίων ἐνέργεια] ἐ. τὴν ἑτέραν Id.EN1175b8 ; ἐ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην, ib.1119b10, 1154a27.    2 drive back, repulse, Th.4.131, X.HG 7.4.16 ; ἀπὸ [λόφου] Th.4.128 : metaph., ἐ. τινὰ ἐλπίδος to frustrate, cheat one of. ., Pl.Phdr.228e ; τῆς προαιρέσεως Plu.Sol.14 ; ἵνα μὴ.. τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω D.18.313 :—Pass., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plu.Pyrrh.30.    3 hiss an actor off the stage, ἐβόων, ἐξέκρουόν με D.19.23.    4 put off, adjourn by evasions, εἰς ὑστεραίαν τὴν.. γνώμην ib.144 ; [τὴν δίκην] Id.36.2, cf.54.30 ; τοσαύτας τέχνας.. εὑρίσκων ἐκκρούει Id.21.81 ; ἐ. τοὺς λόγους elude, Pl.Prt.336c ; ἐ. πρᾶγμα τῷ χρόνῳ 'talk out', Plu.Caes.13 :—Pass., γραφῆς ἐκκρουομένης D.45.4.    5 discharge, βέλη ἐκ μηχανῶν D.C.75.11.    6 Math., subtract, κοινὸν ἐκκεκρούσθω τὸ ἀπὸ BZ let the square on BZ be subtracted from both, Papp.946.16 ; cast out by division, Vett.Val.20.20, 174.2 ; deduct, in Pass., PTeb.189,241 (i B.C.), etc.    II Med., get rid of, βῆχα Plu.2.515a.    III intr., break forth, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Philostr.VA1.19.

German (Pape)

[Seite 765] (s. κρούω), herausschlagen, ἐκ τῶν χειρῶν Xen. Cyn. 10, 12; bes. im Kriege, vertreiben, herausschlagen, τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc. 4, 128; 6, 100; ἐξεκρούσθη 7, 102; Xen. Hell. 7, 4, 16; von der Bühne, Dem. 19, 23; τινὰ τῆς ἐλπίδος, ihn der Hoffnung berauben, Plat. Phaedr. 228 e; ähnlich τὸν Σόλωνα τῆς προαιρέσεως Plut. Sol. 14; vgl. Cat. min. 61; ἐκκρουσθεὶς τὸν λογισμόν Pyrrh. 30; λόγους, vereiteln, Plat. Prot. 336 c; ἐξέκρουε καὶ παρῆγε Plut. Rom. 23; χρόνους Dem. 36, 2, wie 40, 45, die Zeit hinbringen, aufschieben. – Intraus., hervorbrechen, Philostr. – Med. = act., πύνδακας ἐκκρούσασθαι Ar. Poll. 10, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρούω: κρούων ἐκβάλλω τι, παττάλους ἐκκρούειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372· φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (τὸ προβόλιον) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας (ὁ ἄγριος ὗς) Ξεν. Κυν. 10, 12· περὶ τοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263, ἴδε ἐν λέξει πύνδαξ· μεταφ., ἡ μείζων κίνησις ἐκκρ. τὴν ἐλάττω, ἀποδιώκει, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 3, κτλ.· ἡ ἑτέρα ἐνέργεια ἐκκρ. τὴν ἑτέραν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4· ἐκκρ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην αὐτόθι 3. 12, 7., 7. 14, 4. 2) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, Θουκ. 4. 131, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16· ἀπὸ τόπου Θουκ. 4. 128· μεταφ., ἐκκρ. τινὰ ἐλπίδος, ματαιώνω τινὸς τὴν ἐλπίδα, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· τῆς προαιρέσεως Πλουτ. Σόλων 14· ἵνα μὴ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω Δημ. 329. 20· τοσαύτας τέχνας... εὑρίσκων ἐκκρούει ὁ αὐτ. 540. 26. - Παθ., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθεὶς Πλουτ. Πύρρ. 30. 3) δι’ ἀποδοκιμασίας καὶ συριγμῶν ἀναγκάζω ἠθοποιὸν νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, ἐβόων, ἐξέκρουον, λέγει ὁ Δημοσθένης 348. 14. - Μέσ., ἀπαλλάτομαί τινος, τι Πλούτ. 2. 515Α. 4) ἀναβάλλω διὰ προφάσεων, εἰς ὑστεραίαν τὴν γνώμην Δημ. 385. 26· τὴν δίκην ὁ αὐτ. 944. 10. πρβλ. 1021. 14, 23· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιοῦν δι’ ἀναβολῶν ἢ ὑπεκφυγῶν, Πλάτ. Πρωτ. 336C. - Παθ., γραφῆς ἐκκρουομένης Δημ. 1102. 19, πρβλ. 1266. 11· πρβλ. διακρούω, παρακρούω. 5) ἐκρίπτω, ἐξακοντίζω, βέλη ἐκ μηχανῶν Δίων Κ. 75. 11. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφύομαι, ἀναφύομαι, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Φιλόστρ. 23.