Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔρυμα: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(13_6b)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1037.png Seite 1037]] τό, Schutz, Schutzwehr, ἔρ. [[χροός]], [[ἕρκος]] ἀκόντων heißt der Leibgurt, der die Geschosse abhalten soll, Il. 4, 137; der Mantel, Hes. O. 534, wie θώρακες ἐρύματα σωμάτων Xen. Cyr. 4, 3, 9. – Bes. befestigter Ort, Schanze, Bollwerk, im eigentl. Sinn u. übertr., ἔρ. τε χώρας καὶ πόλεως σωτήριον, vom Areopag, Aesch. Eum. 671; ἔρ. Τρώων Soph. Ai. 462; τί δῆτ' ἔρ. μοι γενήσεται; was wird mein Schutz sein? Eur. Phoen. 990; παῖδες ἔρ. δώμασι Med. 597; in Prosa, τὸ [[ἔρυμα]] τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο Her. 7, 223; Thuc. 3, 90. 6, 66; ἔρ. τειχίζειν Xen. Hell. 2, 3, 46; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται Mem. 2, 1, 14, wie ναυσὶν ἐρύματος μείζονος προσπεριβαλλομένου Thuc. 8, 40; Xen. An. 2, 4, 22 ἐρύματα ἔχοντες [[ἔνθεν]] μὲν τὸν Τίγρητα ποταμόν, [[ἔνθεν]] δὲ τὴν διώρυχα, auf der einen Seite durch den Tigris, auf der andern durch den Graben gedeckt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1037.png Seite 1037]] τό, Schutz, Schutzwehr, ἔρ. [[χροός]], [[ἕρκος]] ἀκόντων heißt der Leibgurt, der die Geschosse abhalten soll, Il. 4, 137; der Mantel, Hes. O. 534, wie θώρακες ἐρύματα σωμάτων Xen. Cyr. 4, 3, 9. – Bes. befestigter Ort, Schanze, Bollwerk, im eigentl. Sinn u. übertr., ἔρ. τε χώρας καὶ πόλεως σωτήριον, vom Areopag, Aesch. Eum. 671; ἔρ. Τρώων Soph. Ai. 462; τί δῆτ' ἔρ. μοι γενήσεται; was wird mein Schutz sein? Eur. Phoen. 990; παῖδες ἔρ. δώμασι Med. 597; in Prosa, τὸ [[ἔρυμα]] τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο Her. 7, 223; Thuc. 3, 90. 6, 66; ἔρ. τειχίζειν Xen. Hell. 2, 3, 46; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται Mem. 2, 1, 14, wie ναυσὶν ἐρύματος μείζονος προσπεριβαλλομένου Thuc. 8, 40; Xen. An. 2, 4, 22 ἐρύματα ἔχοντες [[ἔνθεν]] μὲν τὸν Τίγρητα ποταμόν, [[ἔνθεν]] δὲ τὴν διώρυχα, auf der einen Seite durch den Tigris, auf der andern durch den Graben gedeckt.
}}
{{ls
|lstext='''ἔρῠμα''': τὸ, (ἐρύομαι) [[φυλακτήριον]], [[προφυλακτήριον]] [[μέσον]], μίτρης θ’ ἣν ἐφόρει [[ἔρυμα]] [[χροός]], «καὶ τῆς μίτρας, ᾗ ἐζώννυτο, [[φύλαγμα]] τοῦ σώματος ἔχων αὐτήν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 137. ἐπὶ χλαίνης καὶ χιτῶνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 534· θώρακας, ἐρύματα σωμάτων Ξεν. Κύρ. 4. 3, 9· ἔρ. νιφετοῦ, [[σκέπη]], [[προφύλαγμα]] [[ἐναντίον]] τοῦ..., Καλλ. Ἀποσπ. 142· τὸ [[ἔρυμα]] τοῦ τείχους ἐφυλάσσετο Ἡρόδ. 7. 223· 225· περιβαλέσθαι [[ἕρκος]], ἔρ. τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 9. 96, πρβλ. Θουκ. 8. 40· ἔρ. Τρώων, [[τεῖχος]] τῆς Τροίας, Σοφ. Αἴ. 467· ἔρ. λίθοις ὀρθοῦν, [[πρόχωμα]], Θουκ. 6. 66· ἔρ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν ὁ αὐτ. Α. 11, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμοῦ ἣ χαρακώματος ἐν χρήσει πρὸς στρατιωτικὴν ἄμυναν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 4, 22· 2) ἀμυντήριον, ἔρ. χώρας, περὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 791· [[στήριγμα]], παῖδας ἔρ. δώμασι Εὐρ. Μήδ. 597· [[ἔρυμα]] πολεμίας [[χερός]], ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] ἐχθρικῆς χειρός, [[αὐτόθι]] 1322· πρβλ. [[ἕρμα]] Ι. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀχύρωμα]]. [[φυλακή]], [[κάλυμμα]], [[φύλαγμα]]». [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἔρυμα]], [[φύλαγμα]] καὶ [[τεῖχος]], [[ἀσφάλισμα]]».
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρῠμα Medium diacritics: ἔρυμα Low diacritics: έρυμα Capitals: ΕΡΥΜΑ
Transliteration A: éryma Transliteration B: eryma Transliteration C: eryma Beta Code: e)/ruma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐρύω Β)

   A fence, guard, ἔ. χροός, of defensive armour, Il.4.137 ; of a cloak, Hes.Op.536 ; θώρακας, ἐρύματα σωμάτων X.Cyr.4.3.9 ; ἔ. νιφετοῦ a defence against.., Call.Fr.142 ; τὸ ἔ. τοῦ τείχεος the defence given by it, Hdt.7.223,225 ; περιβαλέσθαι ἕρκος, ἔ. τῶν νεῶν Id.9.96, cf. Th.8.40 ; ἔ. Τρώων the wall of Troy, S.Aj.467 ; ἔ. λίθοις ὤρθωσαν a breast-work, Th.6.66 ; ἔ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν, Id.1.11, X.HG2.3.46 ; also of a river or trench used as a military defence, Id.An.2.4.22.    2 safeguard or defence, ἔ. χώρας, of the Areopagus, A.Eu.701 ; παῖδας ἔ. δώμασι E.Med.597 ; ἔ. πολεμίας χερός against.., ib.1322 ; ἔ. χθονὸς ὄφρα βάλοιτο Call.Hec.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, Schutz, Schutzwehr, ἔρ. χροός, ἕρκος ἀκόντων heißt der Leibgurt, der die Geschosse abhalten soll, Il. 4, 137; der Mantel, Hes. O. 534, wie θώρακες ἐρύματα σωμάτων Xen. Cyr. 4, 3, 9. – Bes. befestigter Ort, Schanze, Bollwerk, im eigentl. Sinn u. übertr., ἔρ. τε χώρας καὶ πόλεως σωτήριον, vom Areopag, Aesch. Eum. 671; ἔρ. Τρώων Soph. Ai. 462; τί δῆτ' ἔρ. μοι γενήσεται; was wird mein Schutz sein? Eur. Phoen. 990; παῖδες ἔρ. δώμασι Med. 597; in Prosa, τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο Her. 7, 223; Thuc. 3, 90. 6, 66; ἔρ. τειχίζειν Xen. Hell. 2, 3, 46; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται Mem. 2, 1, 14, wie ναυσὶν ἐρύματος μείζονος προσπεριβαλλομένου Thuc. 8, 40; Xen. An. 2, 4, 22 ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ποταμόν, ἔνθεν δὲ τὴν διώρυχα, auf der einen Seite durch den Tigris, auf der andern durch den Graben gedeckt.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρῠμα: τὸ, (ἐρύομαι) φυλακτήριον, προφυλακτήριον μέσον, μίτρης θ’ ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, «καὶ τῆς μίτρας, ᾗ ἐζώννυτο, φύλαγμα τοῦ σώματος ἔχων αὐτήν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 137. ἐπὶ χλαίνης καὶ χιτῶνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 534· θώρακας, ἐρύματα σωμάτων Ξεν. Κύρ. 4. 3, 9· ἔρ. νιφετοῦ, σκέπη, προφύλαγμα ἐναντίον τοῦ..., Καλλ. Ἀποσπ. 142· τὸ ἔρυμα τοῦ τείχους ἐφυλάσσετο Ἡρόδ. 7. 223· 225· περιβαλέσθαι ἕρκος, ἔρ. τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 9. 96, πρβλ. Θουκ. 8. 40· ἔρ. Τρώων, τεῖχος τῆς Τροίας, Σοφ. Αἴ. 467· ἔρ. λίθοις ὀρθοῦν, πρόχωμα, Θουκ. 6. 66· ἔρ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν ὁ αὐτ. Α. 11, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46· ὡσαύτως ἐπὶ ποταμοῦ ἣ χαρακώματος ἐν χρήσει πρὸς στρατιωτικὴν ἄμυναν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 4, 22· 2) ἀμυντήριον, ἔρ. χώρας, περὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 791· στήριγμα, παῖδας ἔρ. δώμασι Εὐρ. Μήδ. 597· ἔρυμα πολεμίας χερός, ἀμυντήριον ἐναντίον ἐχθρικῆς χειρός, αὐτόθι 1322· πρβλ. ἕρμα Ι. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχύρωμα. φυλακή, κάλυμμα, φύλαγμα». Κατὰ Σουΐδ. «ἔρυμα, φύλαγμα καὶ τεῖχος, ἀσφάλισμα».