σχηματίζω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] Gestalt, Form geben, gestalten, bilden, Haltung geben, stattlich erscheinen lassen, schmücken; ἐσχημάτισται δ' ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον, Aesch. Spt. 447; λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην, Eur. Med. 1161; von Tanzbewegungen, Ar. Pax 324; τὰ στρατόπεδα, Plat. Rep. VII, 526 d; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχηματίζειν, Gebehrden machen, Hipp. min. 374 b; vgl. Xen. Conv. 1, 9. – Med. sich eine gewisse Haltung geben, bes. sich ein Ansehen geben, sich in die Brust werfen, prunken, auch sich stellen, sich den Schein geben, σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι, Plat. Prot. 342 b, sie stellen sich, als ob sie unwissend wären; οὐχ ὑπὸ σχηματιζομένου τοῦ ἐρῶντος, ἀλλ' ἀληθῶς τοῦτο πεπ ονθότος, Phaedr. 255 a; vgl. Soph. 268 a Gorg. 511 d; Sp., wie Plut. Num. 4; [[λόγος]] ἐσχηματισμένος, eine uneigentliche, figürliche Rede, vgl. Ruhnken Tim. 246. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] Gestalt, Form geben, gestalten, bilden, Haltung geben, stattlich erscheinen lassen, schmücken; ἐσχημάτισται δ' ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον, Aesch. Spt. 447; λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην, Eur. Med. 1161; von Tanzbewegungen, Ar. Pax 324; τὰ στρατόπεδα, Plat. Rep. VII, 526 d; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχηματίζειν, Gebehrden machen, Hipp. min. 374 b; vgl. Xen. Conv. 1, 9. – Med. sich eine gewisse Haltung geben, bes. sich ein Ansehen geben, sich in die Brust werfen, prunken, auch sich stellen, sich den Schein geben, σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι, Plat. Prot. 342 b, sie stellen sich, als ob sie unwissend wären; οὐχ ὑπὸ σχηματιζομένου τοῦ ἐρῶντος, ἀλλ' ἀληθῶς τοῦτο πεπ ονθότος, Phaedr. 255 a; vgl. Soph. 268 a Gorg. 511 d; Sp., wie Plut. Num. 4; [[λόγος]] ἐσχηματισμένος, eine uneigentliche, figürliche Rede, vgl. Ruhnken Tim. 246. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σχηματίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., [[λαμβάνω]] μορφήν τινα ἢ [[σχῆμα]], [[λαμβάνω]] θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., [[ὡσαύτως]], προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες [[σχῆμα]] [[ὅπερ]] λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[σχηματίζω]] ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι [[κάμνω]] τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι [[τάχα]]..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[σχηματίζω]], μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον [[σχῆμα]] (ἐξυπακουομ. τὸ [[ὀθόνιον]]) δίδω εἰς τὸ [[πανίον]] [[σχῆμα]] τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον [[μέρος]] πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ [[πρόσωπον]] εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, [[στολίζω]], ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ [[εὐθέως]] εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, [[ὕφος]] πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, [[λαμβάνω]] στάσιν [[ὅπως]] ζωγραφηθῶ, [[αὐτόθι]] 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. [[λαμβάνω]] διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, [[μεταβάλλω]] πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά [[αὐτόθι]] 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, [[κάμνω]] σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. [[χειμάζω]]. 5) [[προσαρμόζω]], τι [[πρός]] τι Γεωπ. 6) [[σχηματίζω]] λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 5 August 2017
English (LSJ)
pf. Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of Med., v. infr.1.2. Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα . . ἐν ταῖς μάχαις Pl.R.526d, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σ. Pl.Hp.Mi.374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar.Pax324, Fr.678:—Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R.577a. 2 Med., demean oneself in a certain way, make a show of being or doing, ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.Sph.268a; σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς . .gives itself airs under the pretence that... Id.Grg.511d: c. inf., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.Prt.342b; σχηματιζόμενος, opp. ἀληθῶς τι πεπονθώς, Id.Phdr. 255a. 3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471. II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit... Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα σ. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.; τὸν ὄγκον Arist.GC327b15; παρθένον ἀκέφαλον σ. Eratosth.Cat.9; ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73; τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13:—Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med.1161:—Pass., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26; τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph.188b19, etc.; ἐσχημάτισται δ' ἀσπίς A.Th.465; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr.261; τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73 K. 2 deck out, dress up, ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14, cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet., σ. λόγον Philostr.VS1.21.5, cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—Pass., ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73; θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc.294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17; ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4. 3 arrange in certain figures, χορούς Chamael. ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—Pass. and Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.); ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po.1447a27. 4 adapt, τι πρός τι Gp.10.4.1, cf. 10.75.9. 5 form a word, D.T.635.2, A.D. Pron.58.7,al., Sch.Od.17.134. 6 use σχήματα (v. σχῆμα 7d), σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3; construct, περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5, cf. Hermog.Inv.3.10.
German (Pape)
[Seite 1055] Gestalt, Form geben, gestalten, bilden, Haltung geben, stattlich erscheinen lassen, schmücken; ἐσχημάτισται δ' ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον, Aesch. Spt. 447; λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην, Eur. Med. 1161; von Tanzbewegungen, Ar. Pax 324; τὰ στρατόπεδα, Plat. Rep. VII, 526 d; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχηματίζειν, Gebehrden machen, Hipp. min. 374 b; vgl. Xen. Conv. 1, 9. – Med. sich eine gewisse Haltung geben, bes. sich ein Ansehen geben, sich in die Brust werfen, prunken, auch sich stellen, sich den Schein geben, σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι, Plat. Prot. 342 b, sie stellen sich, als ob sie unwissend wären; οὐχ ὑπὸ σχηματιζομένου τοῦ ἐρῶντος, ἀλλ' ἀληθῶς τοῦτο πεπ ονθότος, Phaedr. 255 a; vgl. Soph. 268 a Gorg. 511 d; Sp., wie Plut. Num. 4; λόγος ἐσχηματισμένος, eine uneigentliche, figürliche Rede, vgl. Ruhnken Tim. 246.
Greek (Liddell-Scott)
σχηματίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· - Παθητ., πρκμ. ἐσχημάτισμαι Ἀριστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ μέσ., ἴδε κατωτ. Ι. 2. Ι. ἀμεταβ., λαμβάνω μορφήν τινα ἢ σχῆμα, λαμβάνω θέσιν τινὰ ἢ στάσιν, ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις Πλάτ. Πολ. 526D· τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Β· - ἀπολ., κάμνω σχήματα, χειρονομίας καὶ κινήσεως τοῦ σώματος, ὀρχοῦμαι ποιῶν παντοῖα σχήματα, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 324· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολυδ. Δ΄, 95 (οὕτω, σχ. ἐμαυτόν, δίδω εἰς ἐμαυτὸν σχῆμά τι, Λουκ. π. Ὀρχ. 17)· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3· - Μέσ., ὡσαύτως, προστάσεως, ἣν σχηματίζονται πρὸς τοὺς ἔξω, τὸ πομπῶδες σχῆμα ὅπερ λαμβάνουσι, Πλάτ. Πολ. 577Α. 2) ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, σχηματίζω ἐμαυτὸν κατά τινα τρόπον, προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι ἢ ὅτι κάμνω τι, Λατ. simulare, ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται, ἔκαμεν ὡς νὰ τὸν ἐγνώριζεν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 268Α· σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς... ὑπερηφανεύεται ὅτι τάχα..., ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511D· μετ’ ἀπαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Β· σχηματιζόμενος, ἀντίθετον τῷ ἀληθῶς τι πεπονθώς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 255Α· μετ’ αἰτ., σχ. τροπήν, προσποιοῦμαι ἧτταν, Μαυρ. Στρατηγ. 4. 3, πρβλ. Πολύαιν. 5. 16, 1. 3) ἐπὶ ἀστέρος, εἶμαι εἴς τινα θέσιν, Μανέθων 4. 500· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τζέτζ. ΙΙ. μεταβ., δίδω σχῆμά τι εἴς τι πρᾶγμα, σχηματίζω, μορφώνω, σχ. τὸ ἁρμόσον σχῆμα (ἐξυπακουομ. τὸ ὀθόνιον) δίδω εἰς τὸ πανίον σχῆμα τὸ ὁποῖον θὰ ἁρμόζῃ..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· σχ. τὰ ἁπλᾶ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1· τὸν ὄγκον ὁ αὐτ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1.10, 4· παρθένον ἀκέφαλον σχ. Ἐρατ. Καταστ. 9· ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιστον Διόδ. 5. 73· τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονὴν Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 11· τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ’ ὕβρει Πλουτ. Γ. Γράκχ. 13· - Μέσ., σχηματίζεσθαι κόμην, διευθυτεῖν αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 1. 61. - Παθ., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Ἀριστ. π. Οὐρ. 3.4, 4· τὸ ἐσχ. γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 5, κλπ. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 465. 2) κοσμῶ, περικοσμῶ, στολίζω, ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 14, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δραπέτ. 13, ἐν Διῒ Τραγῳδ. 16· ἐν τῇ Ρητορ., σχ. λόγον Φιλόστρ. 516, πρβλ. 561· ἀντίθετον τῷ εὐθέως εἰπεῖν, Ρήτορες (Walz) 9. 345. ― Παθητ., ἐσχηματισμέναι περιέρχονται Λυσί. παρὰ Σουΐδ.· θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματισμένοι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 8· τὸ ἐσχηματισμένον, ὕφος πλῆρες σχημάτων, Δημήτρ. Φαλ. 294, πρβλ. Διον. Ἁλ. Ρητ. 8 καὶ 9, Φιλόστρ. 597. 3) διευθετῶ κατά τινα σχήματα. χοροὺς Χαμαιλ. παρ’ Ἀθην. 21F· σχ. αὑτόν, λαμβάνω στάσιν ὅπως ζωγραφηθῶ, αὐτόθι 543F. ― Παθ. καὶ μέσ. λαμβάνω διαφόρους θέσεις ἢ στάσεις, μεταβάλλω πολυτρόπως τὸ σχῆμά μου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· εἴθισται σχ., λαμβάνειν στάσιν τινά αὐτόθι 763· ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 787· ἐπὶ ὑποκριτῶν, κάμνω σχήματα, χειρονομίας κ. τ. τ., Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. σ. 514 Δινδ., σ. 1177 Meineke, πρβλ. Ξεν Συμπ. 1. 9· σχηματιζόμενοι ῥυθμοὶ, συνδεόμενοι μὲ σχήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 6. 4) ἐν τῷ παθ., προσβάλλομαι κατά τινα τρόπον, ἐπὶ τῶν νοσούντων, Ἱππ. 192Η, 193Β· πρβλ. χειμάζω. 5) προσαρμόζω, τι πρός τι Γεωπ. 6) σχηματίζω λέξιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ρ. 134.