συστέλλω: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(13_7_1) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1044.png Seite 1044]] 1) zusammenziehen, einziehen; τὰ [[ἱστία]], Ar. Ran. 997; ξυστείλασθαι τὰ ἱμάτια, Eccl. 99; dah. verkürzen, vermindern, τὴν δίαιταν, Plut. Cat. min. 4; insbes. das Gesicht zusammenziehen und in Falten legen, Luc. D. mer. 13, 5. – Bei den Gramm. eine Sylbe kurz brauchen, u. pass. kurz sein, Ggstz [[ἐκτείνω]]. – 2) zurückziehen, zurücktreiben, abhalten. – 3) übertr., demüthigen, niederschlagen; τὰ μέγιστα [[πολλάκις]] θεὸς συνέστειλεν, Eur. frg. Teleph. 25; συνέσταλμαι κακοῖς, Herc. Fur. 1417; πρὸς [[ταῦτα]] συστέλλου σεαυτήν, Ar. Eccl. 486; εἰς εὐτέλειαν ξυστελλόμενοι, Thuc. 8, 4; καὶ ταπεινοῦν, Plat. Lys. 210 e; ὡς τὸ μέτριον [[μᾶλλον]] συνέστειλε, Legg. III, 691 e; ἁμαρτήματα εἰς ἐλάχιστον συστεῖλαι, Dem. 18, 246, wie γῆ ἐς βραχὺ συνεσταλμένη, Luc. Icarom. 12; συνέστειλε τὸν δῆμον εἰς [[ὑπηρέσιον]], Plut. Them. 4; neben ἐταπείνωσε τὸ [[φρόνημα]], Cim. 12. – Pass. niedergeschlagen, muthlos sein, Plut. Lys. 12; συσταλῆναι, bestürzt werden, Pol. 24, 5, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1044.png Seite 1044]] 1) zusammenziehen, einziehen; τὰ [[ἱστία]], Ar. Ran. 997; ξυστείλασθαι τὰ ἱμάτια, Eccl. 99; dah. verkürzen, vermindern, τὴν δίαιταν, Plut. Cat. min. 4; insbes. das Gesicht zusammenziehen und in Falten legen, Luc. D. mer. 13, 5. – Bei den Gramm. eine Sylbe kurz brauchen, u. pass. kurz sein, Ggstz [[ἐκτείνω]]. – 2) zurückziehen, zurücktreiben, abhalten. – 3) übertr., demüthigen, niederschlagen; τὰ μέγιστα [[πολλάκις]] θεὸς συνέστειλεν, Eur. frg. Teleph. 25; συνέσταλμαι κακοῖς, Herc. Fur. 1417; πρὸς [[ταῦτα]] συστέλλου σεαυτήν, Ar. Eccl. 486; εἰς εὐτέλειαν ξυστελλόμενοι, Thuc. 8, 4; καὶ ταπεινοῦν, Plat. Lys. 210 e; ὡς τὸ μέτριον [[μᾶλλον]] συνέστειλε, Legg. III, 691 e; ἁμαρτήματα εἰς ἐλάχιστον συστεῖλαι, Dem. 18, 246, wie γῆ ἐς βραχὺ συνεσταλμένη, Luc. Icarom. 12; συνέστειλε τὸν δῆμον εἰς [[ὑπηρέσιον]], Plut. Them. 4; neben ἐταπείνωσε τὸ [[φρόνημα]], Cim. 12. – Pass. niedergeschlagen, muthlos sein, Plut. Lys. 12; συσταλῆναι, bestürzt werden, Pol. 24, 5, 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συστέλλω''': πρκμ. συνέσταλκα. Συνέλκω, συμμαζεύω, σμικρύνω, σουφρώνω (ἐξυπακούεται ἡ αἰτιατικὴ τὰ ἱστία), Ἀριστοφ. Βάτρ. 999, πρβλ. Ἱππ. 432· - [[συστέλλω]], σουφρώνω, ἐπὶ τοῦ στόματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 17· συστ. ἑαυτόν, ἐπὶ ὄφεως, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· συστ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2· συστ. τὸ [[πρόσωπον]], εἰς ἔκφρασιν ἀηδίας, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 5· ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. τινὰς εἰς τὸ [[τεῖχος]], [[εἴσω]] τοῦ χάρακος Πλουτ. Σύλλ. 9, Κάμιλλ. 34. - Παθητ., συστέλλομαι, «συμμαζώνομαι», Ἀριστ. π. Κινήσ. 7, 9, κλπ.· σ. εἰς ὀλίγον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 15, 1, Πλουτ. Ἀριστείδ. 14, κλπ.· εἰς μεῖόν τι Ξεν. Πόροι 4, 3· ἐς βραχὺ Λουκ. Ἰκαρομ. 12· συνεσταλμένος ὄγκῳ Διόδ. 4. 20, πρβλ. [[συνεσταλμένως]]. 2) [[ὑποβιβάζω]], ἐλαττώνω, τὴν τῶν βασιλέων γένεσιν εἰς τὸ μέτριον Πλάτ. Νόμ. 691Ε· ταπεινοῦντα καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 210Ε· σ. τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸ ἐλάχιστον Δημ. 309. 2· συσ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 3, 9· τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον Δίων Κ. 54. 2. - Παθητ., συστέλλομαι, «συμμαζώνομαι», «ζαρώνω», Εὐρ. Ι. Τ. 295· σ. τῇ διαίτῃ, [[γίνομαι]] [[μέτριος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817· ξ. ἐς εὐτέλειαν, [[περιορίζω]] τὰς δαπάνας μου, Θουκ. 8. 4, πρβλ. [[συντέμνω]] ΙΙ. 3. 3) μεταφορ., ταπεινῶ, [[ὑποβιβάζω]], [[ἐξευτελίζω]], τὰ μέγιστα θεὸς συνέστειλεν Εὐρ. Ἀποσπ. 724· αἱ συμφοραὶ σ. τινα Ἰσοκρ. 176Α. - Παθ., καταρρίπτομαι, ταπεινοῦμαι, ἐξευτελίζομαι, συνέσταλμαι κακοῖς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1417, πρβλ. Τρῳ. 108· δοῦλοι σ. τὰς [[φύσεις]] Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 512Β, πρβλ. Πολύβ. 5. 15, 8, κτλ. 4) συσ. λέξιν, ταπεινῶ αὐτήν, [[κάμνω]] αὐτὴν χυδαίαν, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 225· - [[προφέρω]] συλλαβὴν βραχέως, ἀντίθετον τῷ [[ἐκτείνω]], Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 14, κλπ. ΙΙ. [[περιτυλίσσω]] στενῶς, οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις ξενεστάλησαν Εὐρ. Τρῳ. 378, πρβλ. Λουκ. π. Εἰκ. 7. - Μέσ., συστείλασθαι [[θαἰμάτια]], νὰ περιτυλίξωμεν τὰ ἱμάτιά μας στενῶς [[ἐπάνω]] μας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· συστέλλου σεαυτόν, περίζωσαι, ἔσο ἕτοιμος πρὸς ἐνέργειαν, [[αὐτόθι]] 484· συσταλεῖς, περιζωσθείς, περισφιγχθείς, ἕτοιμος πρὸς ἐνέργειαν, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 424, ἐν Λυσ. 1042. 2) ἐπικαλύπτω, [[ἀποκρύπτω]], Πλουτ. Γάλβ. 18. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
A draw together: shorten sail, συστείλας ἄκροισι χρώμενος τοῖς ἱστίοις Ar.Ra.999 (lyr.): Com. metaph., συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq.432; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA660a23; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA701b15, Pr.949a17, Sor. 1.7; τὸν ἀέρα . . τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50; συνέσταλται . . τὸ θερμόν Id.Ign.13; σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14; εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16; ἐς βραχύ Luc.Icar.12; τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20; βραχίονας καὶ καρποὺς . . ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; -όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως. 2 contract, reduce, τὴν τῶν βασιλέων γένεσιν εἰς τὸ μέτριον Pl.Lg.691e; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα σ. D.18.246; σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al.1423b24; τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2; τὴν ῥύσιν Sor.2.41; τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2:—Pass., draw cowering together, συσταλέντες . . σιγῇ καθήμεθ' E.IT295; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4; ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.). b deprive of all food and drink, συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15, cf. 86. 3 humble, abase, τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸς . . συνέστειλεν E.Fr.716; ταπεινοῦντα καὶ σ. Pl.Ly.210e; αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9, 10:— Pass., to be lowered or cast down, συνέσταλμαι κακοῖς E.HF1417, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512b. 4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 (Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19. 5 [ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4. II wrap closely up, shroud, οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις συνεστάλησαν E.Tr.378, cf. Luc.Im.7:—Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib.486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V.424 (troch.), cf. Lys.1042 (troch.). 2 cloak, συνέστελλε καὶ συνέκρυπτεν . . τὴν δυσμένειαν Plu.Galb.18 (unless in signf. 1.2).
German (Pape)
[Seite 1044] 1) zusammenziehen, einziehen; τὰ ἱστία, Ar. Ran. 997; ξυστείλασθαι τὰ ἱμάτια, Eccl. 99; dah. verkürzen, vermindern, τὴν δίαιταν, Plut. Cat. min. 4; insbes. das Gesicht zusammenziehen und in Falten legen, Luc. D. mer. 13, 5. – Bei den Gramm. eine Sylbe kurz brauchen, u. pass. kurz sein, Ggstz ἐκτείνω. – 2) zurückziehen, zurücktreiben, abhalten. – 3) übertr., demüthigen, niederschlagen; τὰ μέγιστα πολλάκις θεὸς συνέστειλεν, Eur. frg. Teleph. 25; συνέσταλμαι κακοῖς, Herc. Fur. 1417; πρὸς ταῦτα συστέλλου σεαυτήν, Ar. Eccl. 486; εἰς εὐτέλειαν ξυστελλόμενοι, Thuc. 8, 4; καὶ ταπεινοῦν, Plat. Lys. 210 e; ὡς τὸ μέτριον μᾶλλον συνέστειλε, Legg. III, 691 e; ἁμαρτήματα εἰς ἐλάχιστον συστεῖλαι, Dem. 18, 246, wie γῆ ἐς βραχὺ συνεσταλμένη, Luc. Icarom. 12; συνέστειλε τὸν δῆμον εἰς ὑπηρέσιον, Plut. Them. 4; neben ἐταπείνωσε τὸ φρόνημα, Cim. 12. – Pass. niedergeschlagen, muthlos sein, Plut. Lys. 12; συσταλῆναι, bestürzt werden, Pol. 24, 5, 13.
Greek (Liddell-Scott)
συστέλλω: πρκμ. συνέσταλκα. Συνέλκω, συμμαζεύω, σμικρύνω, σουφρώνω (ἐξυπακούεται ἡ αἰτιατικὴ τὰ ἱστία), Ἀριστοφ. Βάτρ. 999, πρβλ. Ἱππ. 432· - συστέλλω, σουφρώνω, ἐπὶ τοῦ στόματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 17· συστ. ἑαυτόν, ἐπὶ ὄφεως, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· συστ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2· συστ. τὸ πρόσωπον, εἰς ἔκφρασιν ἀηδίας, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 5· ἐπὶ στρατιωτῶν, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος Πλουτ. Σύλλ. 9, Κάμιλλ. 34. - Παθητ., συστέλλομαι, «συμμαζώνομαι», Ἀριστ. π. Κινήσ. 7, 9, κλπ.· σ. εἰς ὀλίγον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 15, 1, Πλουτ. Ἀριστείδ. 14, κλπ.· εἰς μεῖόν τι Ξεν. Πόροι 4, 3· ἐς βραχὺ Λουκ. Ἰκαρομ. 12· συνεσταλμένος ὄγκῳ Διόδ. 4. 20, πρβλ. συνεσταλμένως. 2) ὑποβιβάζω, ἐλαττώνω, τὴν τῶν βασιλέων γένεσιν εἰς τὸ μέτριον Πλάτ. Νόμ. 691Ε· ταπεινοῦντα καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 210Ε· σ. τὰ ἁμαρτήματα εἰς τὸ ἐλάχιστον Δημ. 309. 2· συσ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 3, 9· τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον Δίων Κ. 54. 2. - Παθητ., συστέλλομαι, «συμμαζώνομαι», «ζαρώνω», Εὐρ. Ι. Τ. 295· σ. τῇ διαίτῃ, γίνομαι μέτριος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817· ξ. ἐς εὐτέλειαν, περιορίζω τὰς δαπάνας μου, Θουκ. 8. 4, πρβλ. συντέμνω ΙΙ. 3. 3) μεταφορ., ταπεινῶ, ὑποβιβάζω, ἐξευτελίζω, τὰ μέγιστα θεὸς συνέστειλεν Εὐρ. Ἀποσπ. 724· αἱ συμφοραὶ σ. τινα Ἰσοκρ. 176Α. - Παθ., καταρρίπτομαι, ταπεινοῦμαι, ἐξευτελίζομαι, συνέσταλμαι κακοῖς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1417, πρβλ. Τρῳ. 108· δοῦλοι σ. τὰς φύσεις Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 512Β, πρβλ. Πολύβ. 5. 15, 8, κτλ. 4) συσ. λέξιν, ταπεινῶ αὐτήν, κάμνω αὐτὴν χυδαίαν, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 225· - προφέρω συλλαβὴν βραχέως, ἀντίθετον τῷ ἐκτείνω, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 14, κλπ. ΙΙ. περιτυλίσσω στενῶς, οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις ξενεστάλησαν Εὐρ. Τρῳ. 378, πρβλ. Λουκ. π. Εἰκ. 7. - Μέσ., συστείλασθαι θαἰμάτια, νὰ περιτυλίξωμεν τὰ ἱμάτιά μας στενῶς ἐπάνω μας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· συστέλλου σεαυτόν, περίζωσαι, ἔσο ἕτοιμος πρὸς ἐνέργειαν, αὐτόθι 484· συσταλεῖς, περιζωσθείς, περισφιγχθείς, ἕτοιμος πρὸς ἐνέργειαν, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 424, ἐν Λυσ. 1042. 2) ἐπικαλύπτω, ἀποκρύπτω, Πλουτ. Γάλβ. 18.