ὀαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
(13_4)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] vertrauten Umgang haben, sich vertraulich unterhalten; τινί, mit Einem, vom Gespräche, [[παρθένος]] ἠΐθεός τ' ὀαρίζετον ἀλλήλοιϊν, Il. 22, 127, vgl. 6, 516; [[μετά]] τινι, H. h. Merc. 170; ὀάρους ὀαρίζειν, H. h. 22, 3; auch Luc. paras. 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] vertrauten Umgang haben, sich vertraulich unterhalten; τινί, mit Einem, vom Gespräche, [[παρθένος]] ἠΐθεός τ' ὀαρίζετον ἀλλήλοιϊν, Il. 22, 127, vgl. 6, 516; [[μετά]] τινι, H. h. Merc. 170; ὀάρους ὀαρίζειν, H. h. 22, 3; auch Luc. paras. 43.
}}
{{ls
|lstext='''ὀᾰρίζω''': (ὄαρ), Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνομιλῶ [[μετὰ]] οἰκειότητος, «γλυκομιλῶ» μετά τινος, (Λουκ. Παράσ. 43), [[μετὰ]] δοτ. προσ. ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικὶ Ἰλ. Ζ. 516· ᾧ ὀαριζέμεναι (ἴδε ἐν λ. [[δρῦς]]) Χ. 127: οἰκείως κοινωνῶ, [[συνδιατρίβω]], μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 170· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὀάρους ὀαρίζειν Ὁμ. Ὕμν. 22. 3· συνῃρ. παρατατ., [[ὠρίζεσκον]] φιλότητι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58.
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀᾰρίζω Medium diacritics: ὀαρίζω Low diacritics: οαρίζω Capitals: ΟΑΡΙΖΩ
Transliteration A: oarízō Transliteration B: oarizō Transliteration C: oarizo Beta Code: o)ari/zw

English (LSJ)

(ὄαρος), Ep. Verb, used only in pres. and impf.,

   A converse or chat with (Luc.Par.43), c. dat. pers., ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί Il.6.516 ; τῷ ὀαριζέμεναι (v. δρῦς) 22.127 ; μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν h.Merc.170 : c.acc. cogn., ὀάρους ὀαρίζει h.Hom.23.3 : contr. impf., ὠρίζεσκον φιλότητι h.Merc.58.

German (Pape)

[Seite 288] vertrauten Umgang haben, sich vertraulich unterhalten; τινί, mit Einem, vom Gespräche, παρθένος ἠΐθεός τ' ὀαρίζετον ἀλλήλοιϊν, Il. 22, 127, vgl. 6, 516; μετά τινι, H. h. Merc. 170; ὀάρους ὀαρίζειν, H. h. 22, 3; auch Luc. paras. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰρίζω: (ὄαρ), Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνομιλῶ μετὰ οἰκειότητος, «γλυκομιλῶ» μετά τινος, (Λουκ. Παράσ. 43), μετὰ δοτ. προσ. ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικὶ Ἰλ. Ζ. 516· ᾧ ὀαριζέμεναι (ἴδε ἐν λ. δρῦς) Χ. 127: οἰκείως κοινωνῶ, συνδιατρίβω, μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 170· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀάρους ὀαρίζειν Ὁμ. Ὕμν. 22. 3· συνῃρ. παρατατ., ὠρίζεσκον φιλότητι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58.