περσικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(13_6a)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0603.png Seite 603]] persisch, s. nom. propr.; bes. – 1) οἱ περσικοί, auch τὰ περσικά u. ἡ [[περσαία]], der Pfirsich, malum Persicum; aber [[μῆλον]] περσικόν od. μηδικόν ist die Citrone, [[μηλέα]] περσική od. μηδική der Citronenbaum, seltener der Pfirsichbaum. Auch sind αἱ περσικαί persische Nüsse, Wallnüsse, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 345. – 2) αἱ Περσικαί, eine Art seiner Schuhe od. Pantoffeln, Ar. Nubb. 151. – 3) τὸ Περσικόν, eine Art von persischem Tanze, Schneider Xen. An. 6, 6, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0603.png Seite 603]] persisch, s. nom. propr.; bes. – 1) οἱ περσικοί, auch τὰ περσικά u. ἡ [[περσαία]], der Pfirsich, malum Persicum; aber [[μῆλον]] περσικόν od. μηδικόν ist die Citrone, [[μηλέα]] περσική od. μηδική der Citronenbaum, seltener der Pfirsichbaum. Auch sind αἱ περσικαί persische Nüsse, Wallnüsse, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 345. – 2) αἱ Περσικαί, eine Art seiner Schuhe od. Pantoffeln, Ar. Nubb. 151. – 3) τὸ Περσικόν, eine Art von persischem Tanze, Schneider Xen. An. 6, 6, 10.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[περσικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[Πέρσης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες<br /><b>2.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>η περσική</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα περσικά</i><br />η περσική [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περσική [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η επίσημη [[γλώσσα]] του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό [[κλάδο]] της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ περσική</i><br />η [[ροδακινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περσικὸν</i><br />το [[ροδάκινο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[ελένιο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> ο [[περσικός]] [[χορός]] («[[τέλος]] δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Περσικά</i><br />οι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι [[μεταξύ]] Ελλήνων και Περσών<br /><b>4.</b> (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ περσικαί</i> ή <i>τὰ περσικά</i><br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], πασουμάκια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περσικὸς [[ὄρνις]]» — ο [[κόκορας]]<br />β) «περσική [[καρύα]]» — η [[φουντουκιά]]<br />γ) «περσικὸν [[κάρυον]]» — το [[φουντούκι]]<br />δ) «ψιλὴ περσική» — [[είδος]] περσικού τάπητα.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α [[Περσεύς]]<br /><b>φρ.</b> «Περσικὸς Πόλεμος» — ο [[πόλεμος]] [[εναντίον]] του Περσέως, του βασιλιά της Μακεδονίας.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 603] persisch, s. nom. propr.; bes. – 1) οἱ περσικοί, auch τὰ περσικά u. ἡ περσαία, der Pfirsich, malum Persicum; aber μῆλον περσικόν od. μηδικόν ist die Citrone, μηλέα περσική od. μηδική der Citronenbaum, seltener der Pfirsichbaum. Auch sind αἱ περσικαί persische Nüsse, Wallnüsse, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 345. – 2) αἱ Περσικαί, eine Art seiner Schuhe od. Pantoffeln, Ar. Nubb. 151. – 3) τὸ Περσικόν, eine Art von persischem Tanze, Schneider Xen. An. 6, 6, 10.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / περσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Πέρσης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες
2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική
η περσική γλώσσα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά
η περσική γλώσσα
2. φρ. «περσική γλώσσα»
γλωσσ. η επίσημη γλώσσα του Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό κλάδο της οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσών
μσν.-αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ περσική
η ροδακινιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περσικὸν
το ροδάκινο
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο
2. το ουδ. εν. ως ουσ. ο περσικός χορόςτέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῑτο», Ξεν.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Περσικά
οι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι μεταξύ Ελλήνων και Περσών
4. (το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περσικαί ή τὰ περσικά
είδος γυναικείων υποδημάτων, πασουμάκια
5. φρ. α) «περσικὸς ὄρνις» — ο κόκορας
β) «περσική καρύα» — η φουντουκιά
γ) «περσικὸν κάρυον» — το φουντούκι
δ) «ψιλὴ περσική» — είδος περσικού τάπητα.———————— (II)
-ή, -όν, Α Περσεύς
φρ. «Περσικὸς Πόλεμος» — ο πόλεμος εναντίον του Περσέως, του βασιλιά της Μακεδονίας.