λίνον: Difference between revisions
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
(13_7_2) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] τό, der Flachs, die Leinpflanze, wie man λίνοιο [[ἄωτον]] erklären kann, Il. 9, 661; [[λίνον]] μόνοι οὗτοι ἐργάζονται, Her. 2, 105; λίνου [[σπέρμα]], Leinsamen, Thuc. 4, 26; τὴν ἐκ τῶν λίνων δημιουργίαν, Plat. Polit. 280 c; – alles aus der Leinpflanze Gemachte, z. B. der flächsene, leinene Faden, Zwirn, z. B. die Angelschnur, Il. 16, 408; ἁ δὲ [[λίνον]] ήλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσε Eur. Or. 1431, Troad. 537 u. A.; bes. der Schicksals-, Lebensfaden, den die Schicksalsgöttinnen dem Menschen spinnen, [[ὅσσα]] οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, Il. 20, 128, wie Od. 7, 198 u. sp. D., μοιρᾶν ὧδ' ἐπένευσε λίνα, Callim. Lav. Pall. 104; Theocr. 1, 139; daher ὑπὲρ τὸ [[λίνον]], gegen das Geschick, wie ὑπὲρ [[μόρον]], Luc. Iov. conf. 2. – Auch das aus Fäden geflochtene Fangnetz der Fischer, Il. 5, 487; Aesch. Ch. 500 (in welcher Bedeutung es nach den alten Gramm. auch masc. sein soll); Ath. VII, 284 b u. öfter in der Anth.; auch vom Jagdnetze, Theocr. 27, 16; – d as aus leinenen Fäden Bereitete, Leinwand, Il. <b class="b2">9, 661</b> Od. 13, 73. 118, ein leinenes Tuch, leinenes Gewand, Aesch. Suppl. 114. 125; auch Segeltuch, Segel, Ap. Rh. 1, 565; Luc. Amor. 6. – Sprichwörtlich οὐ [[λίνον]] λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; vgl. Diogen. 6, 16 u. Zenob. 1, 96, Schwaches mit Schwachem verknüpfen. – S. noch [[λίνος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] τό, der Flachs, die Leinpflanze, wie man λίνοιο [[ἄωτον]] erklären kann, Il. 9, 661; [[λίνον]] μόνοι οὗτοι ἐργάζονται, Her. 2, 105; λίνου [[σπέρμα]], Leinsamen, Thuc. 4, 26; τὴν ἐκ τῶν λίνων δημιουργίαν, Plat. Polit. 280 c; – alles aus der Leinpflanze Gemachte, z. B. der flächsene, leinene Faden, Zwirn, z. B. die Angelschnur, Il. 16, 408; ἁ δὲ [[λίνον]] ήλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσε Eur. Or. 1431, Troad. 537 u. A.; bes. der Schicksals-, Lebensfaden, den die Schicksalsgöttinnen dem Menschen spinnen, [[ὅσσα]] οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, Il. 20, 128, wie Od. 7, 198 u. sp. D., μοιρᾶν ὧδ' ἐπένευσε λίνα, Callim. Lav. Pall. 104; Theocr. 1, 139; daher ὑπὲρ τὸ [[λίνον]], gegen das Geschick, wie ὑπὲρ [[μόρον]], Luc. Iov. conf. 2. – Auch das aus Fäden geflochtene Fangnetz der Fischer, Il. 5, 487; Aesch. Ch. 500 (in welcher Bedeutung es nach den alten Gramm. auch masc. sein soll); Ath. VII, 284 b u. öfter in der Anth.; auch vom Jagdnetze, Theocr. 27, 16; – d as aus leinenen Fäden Bereitete, Leinwand, Il. <b class="b2">9, 661</b> Od. 13, 73. 118, ein leinenes Tuch, leinenes Gewand, Aesch. Suppl. 114. 125; auch Segeltuch, Segel, Ap. Rh. 1, 565; Luc. Amor. 6. – Sprichwörtlich οὐ [[λίνον]] λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; vgl. Diogen. 6, 16 u. Zenob. 1, 96, Schwaches mit Schwachem verknüpfen. – S. noch [[λίνος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λίνον''': [ῐ], τό, πᾶν [[πρᾶγμα]] πεποιημένον ἐκ λιναρίου (ἴδε κατωτ.)˙ 1) [[σχοινίον]], ὁρμιὰ ἁλιευτική, Ἰλ. Π. 406˙ ἡ κλωστὴ ἥτις κλώθεται ἀπὸ τῆς ἠλακάτης, Εὐρ. Ὀρ. 1431, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 537˙ πρβλ. [[λινοθώρηξ]]˙ - μεταφορ., ἡ κλωστὴ τῆς μοίρας, ἣν κλώθουσιν αἱ Μοῖραι, Ἰλ. Υ. 128, Ὀδ. Η. 198, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἐπινέω]])˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπη ἐκ Μοιρᾶν Θεόκρ. 1. 126, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 104˙ [[ὑπὲρ]] τὸ [[λίνον]] = [[ὑπὲρ]] [[μόρον]] Λουκ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομ. 2˙ - παροιμ., [[λίνον]] λίνῳ συνάπτειν, ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298C, Στράττ. ἐν «Ποταμίοις» 2, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 9. 2) [[δίκτυον]] ἁλιευτικόν, ἁψῖσι λίνου [[ἁλόντε]], ταῖς καμπαῖς τοῦ δικτύου συλληφθέντες, Ἰλ. Ε. 487, πρβλ. κλωστὴρ ΙΙ˙ - θηρευτικὸν [[δίκτυον]], Θεόκρ. 8. 58., 27. 16. 3) λινοῦν [[ὕφασμα]], Ἰλ. Ι. 661, Ὀδ. Ν. 73, 118˙ ἐν τῷ πληθ., λινᾶ ἐνδύματα, τὰ «λινᾶ», Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 121, 132˙ [[ὕφασμα]] ἱστίου, [[ἱστίον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 364, Ἀππ. Ρόδ. Α. 565, κτλ. 4) τὸ κλωσθὲν [[λινάριον]], λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1347. ΙΙ. τὸ φυτὸν τὸ παράγον τὸ λινάρι, Λατ. linum (νῦν καλούμενον λινάρι ἢ λινοκάλαμον), μεθ’ Ὅμηρον (ἐκτὸς ἐὰν ἀναφέρωμεν εἰς αὐτὴν τὸ λίνοιο [[ἄωτον]], Ἰλ. Ι. 661, [[ἐντεῦθεν]] πρβλ. [[ἄωτος]]), [[λίνον]] ἐργάζεσθαι Ἡρόδ. 2. 105, κτλ.˙ λίνου [[σπέρμα]], «λινόσπορος», Θουκ. 4. 26˙ ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐκ τῶν λ. [[δημιουργία]] Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙΙ. Περὶ τοῦ [[λίνον]] ἄειδεν, Ἰλ. Ρ. 570, ἴδε ἐν λ. Λίνος ΙΙ. (Πρὸς τὰ [[λίνον]] [ῐ], [[λίνεος]], πρβλ. τὸ Λατ. līnum, līneus, linteusϏ Γοτθ. lein ([[σινδών]]), Ἀρχ. Γερμ. lînϏ- ἡ διαφορὰ τῆς ποσότητος ἀντίκειται εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ἡ [[λέξις]] παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A anything made of flax (v. fin.) 1 cord, fishingline, Il.16.408; thread spun from a distaff, E.Or.1431 (lyr.), Archipp. 38, etc.: pl., E.Tr.537 (lyr.); thread for stringing jewels, ὅρμον χρυσείοισι λίνοισιν ἐερμένον h.Ap.103; ἄλλα παντοδαπὰ χρυσᾶ ἀνηρμένα ἐπὶ λίνου IG11(2).208.22 (Delos, iii B. C.); thread used as a ligature, Gal. 2.669. 2 metaph., thread of destiny spun by the Fates, Il.20.128, Od.7.198, etc.: pl., τά γε μὰν λ. πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν Theoc.1.139, cf. Call.Lav.Pall.104; ὑπὲρ τὸ λ., = ὑπὲρ μόρον, Luc.JConf.2. 3 prov., with or without neg., λίνον λίνῳ συνάπτειν, i. e. join like with like, deal with matters of like kind, Pl.Euthd.298c, Stratt.38, Arist. Ph.207a17. 4 fishing-net, ἀψῖσι λίνου ἁλόντε Il.5.487, cf. κλωστήρ 11; also, hunting-net, Theoc.8.58, 27.17; for catching birds, D.S.1.60, AP9.396 (Paul. Sil.), 343 (Arch.); λ. δορκάδεια hunting-nets for gazelles, PCair.Zen.524 (iii B. C.). 5 linen, linen-cloth, Il. 9.661, Od.13.73, 118: pl., linen cloths, linen garments, A.Supp.121, 132 (both lyr.): sg., linen garment, Apoc.15.6; sail-cloth, Ar.Ra.364, A.R.1.565, etc. 6 flax for spinning, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ar. Ra.1347, cf. PRev.Laws39.7 (iii B. C.), etc.; λ. Καρπάσιον asbestos, Paus.1.26.7. II the plant flax, Linum usitatissimum, λίνον ἐργάζεσθαι Hdt.2.105, etc.; λίνου σπέρμα linseed, Th.4.26: pl., ἡ ἐκ των λ. δημιουργία Pl.Plt.280c. 2 = θυμελαία, Dsc.4.172. 3 = χρυσόγονον, ib.56. 4 λ. πύρινον, an unknown plant, Thphr. HP9.18.6. 5 λ. ἀπὸ τῶν δενδρέων cotton, Gossypium herbaceum, Nearch. ap. Arr.Ind.1.16.1. III v. Λίνος 11. (Lith. linaĩ pl. 'flax', with ῐ as in Gr., but Lat. linum, OE. lin, etc. with ῑ: ῑ also in the doubtful words λινόσαρκος, λινοπτάομαι, ἀμφίλινος.)
German (Pape)
[Seite 49] τό, der Flachs, die Leinpflanze, wie man λίνοιο ἄωτον erklären kann, Il. 9, 661; λίνον μόνοι οὗτοι ἐργάζονται, Her. 2, 105; λίνου σπέρμα, Leinsamen, Thuc. 4, 26; τὴν ἐκ τῶν λίνων δημιουργίαν, Plat. Polit. 280 c; – alles aus der Leinpflanze Gemachte, z. B. der flächsene, leinene Faden, Zwirn, z. B. die Angelschnur, Il. 16, 408; ἁ δὲ λίνον ήλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσε Eur. Or. 1431, Troad. 537 u. A.; bes. der Schicksals-, Lebensfaden, den die Schicksalsgöttinnen dem Menschen spinnen, ὅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, Il. 20, 128, wie Od. 7, 198 u. sp. D., μοιρᾶν ὧδ' ἐπένευσε λίνα, Callim. Lav. Pall. 104; Theocr. 1, 139; daher ὑπὲρ τὸ λίνον, gegen das Geschick, wie ὑπὲρ μόρον, Luc. Iov. conf. 2. – Auch das aus Fäden geflochtene Fangnetz der Fischer, Il. 5, 487; Aesch. Ch. 500 (in welcher Bedeutung es nach den alten Gramm. auch masc. sein soll); Ath. VII, 284 b u. öfter in der Anth.; auch vom Jagdnetze, Theocr. 27, 16; – d as aus leinenen Fäden Bereitete, Leinwand, Il. 9, 661 Od. 13, 73. 118, ein leinenes Tuch, leinenes Gewand, Aesch. Suppl. 114. 125; auch Segeltuch, Segel, Ap. Rh. 1, 565; Luc. Amor. 6. – Sprichwörtlich οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; vgl. Diogen. 6, 16 u. Zenob. 1, 96, Schwaches mit Schwachem verknüpfen. – S. noch λίνος.
Greek (Liddell-Scott)
λίνον: [ῐ], τό, πᾶν πρᾶγμα πεποιημένον ἐκ λιναρίου (ἴδε κατωτ.)˙ 1) σχοινίον, ὁρμιὰ ἁλιευτική, Ἰλ. Π. 406˙ ἡ κλωστὴ ἥτις κλώθεται ἀπὸ τῆς ἠλακάτης, Εὐρ. Ὀρ. 1431, κτλ.˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 537˙ πρβλ. λινοθώρηξ˙ - μεταφορ., ἡ κλωστὴ τῆς μοίρας, ἣν κλώθουσιν αἱ Μοῖραι, Ἰλ. Υ. 128, Ὀδ. Η. 198, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἐπινέω)˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπη ἐκ Μοιρᾶν Θεόκρ. 1. 126, πρβλ. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 104˙ ὑπὲρ τὸ λίνον = ὑπὲρ μόρον Λουκ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομ. 2˙ - παροιμ., λίνον λίνῳ συνάπτειν, ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ διὰ τῶν αὐτῶν δρώντων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298C, Στράττ. ἐν «Ποταμίοις» 2, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 9. 2) δίκτυον ἁλιευτικόν, ἁψῖσι λίνου ἁλόντε, ταῖς καμπαῖς τοῦ δικτύου συλληφθέντες, Ἰλ. Ε. 487, πρβλ. κλωστὴρ ΙΙ˙ - θηρευτικὸν δίκτυον, Θεόκρ. 8. 58., 27. 16. 3) λινοῦν ὕφασμα, Ἰλ. Ι. 661, Ὀδ. Ν. 73, 118˙ ἐν τῷ πληθ., λινᾶ ἐνδύματα, τὰ «λινᾶ», Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 121, 132˙ ὕφασμα ἱστίου, ἱστίον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 364, Ἀππ. Ρόδ. Α. 565, κτλ. 4) τὸ κλωσθὲν λινάριον, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1347. ΙΙ. τὸ φυτὸν τὸ παράγον τὸ λινάρι, Λατ. linum (νῦν καλούμενον λινάρι ἢ λινοκάλαμον), μεθ’ Ὅμηρον (ἐκτὸς ἐὰν ἀναφέρωμεν εἰς αὐτὴν τὸ λίνοιο ἄωτον, Ἰλ. Ι. 661, ἐντεῦθεν πρβλ. ἄωτος), λίνον ἐργάζεσθαι Ἡρόδ. 2. 105, κτλ.˙ λίνου σπέρμα, «λινόσπορος», Θουκ. 4. 26˙ ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐκ τῶν λ. δημιουργία Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙΙ. Περὶ τοῦ λίνον ἄειδεν, Ἰλ. Ρ. 570, ἴδε ἐν λ. Λίνος ΙΙ. (Πρὸς τὰ λίνον [ῐ], λίνεος, πρβλ. τὸ Λατ. līnum, līneus, linteusϏ Γοτθ. lein (σινδών), Ἀρχ. Γερμ. lînϏ- ἡ διαφορὰ τῆς ποσότητος ἀντίκειται εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ἡ λέξις παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς).