ἐπανάγω: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(13_7_1) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0899.png Seite 899]] (s. [[ἄγω]]), 1) herausführen; πρὸς τὸ φῶς , an das Licht, Plat. Legg. IX, 724 a; τὸ [[κέρας]] ἀπὸ τῆς γῆς, die Flotte vom Lande aufs hohe Meer führen, Xen. Hell. 6, 2, 28; pass., [[ἐκεῖθεν]] ἐπανήχθησαν ἐς τὴν Χίον, sie fuhren hinauf, 6, 1, 38; vgl. ἐπανάγονται ταῖς ναυσίν Thuc. 8, 42; Her. 7, 194. 9, 98; verschlagen werden, von ungefähr wohin gerathen, 4, 103; – τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια, sie vor das Gericht bringen, Plat. Legg. VIII, 846 b; τὰ ψηφίσματα [[πάλιν]] ἐπαναγέσθω ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, sollen wieder vor die Archonten gebracht werden, Arist. Pol. 4, 14; – übertr., τὰ ὀνείδεα φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν, den Muth zu erregen, Her. 7, 160. – 2) zurückführen; τὸ [[στρατόπεδον]] Thuc. 7, 3; τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Xen. Mem. 4, 6, 13; Plat. Legg. XII, 949 b; τὰ πράγματα εἰς ἐλευθερίαν Dem. 15, 19; ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν [[τότε]] κακῶν, ich erholte mich oder zog mich zurück, Plat. Ep. VII, 325 a. – Bei den Aerzten vom Einbringen, Einrenken der Glieder. – 3) intrans., sich zurückziehen, wo man ἑαυτόν oder στρατόν u. ä. ergänzen kann. Xen. Cyr. 4, 1, 3; zurückkehren, ἐπὶ τὴν ἀπολειπομένην διήγησιν D. Hal. 4, 7; Pol. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0899.png Seite 899]] (s. [[ἄγω]]), 1) herausführen; πρὸς τὸ φῶς , an das Licht, Plat. Legg. IX, 724 a; τὸ [[κέρας]] ἀπὸ τῆς γῆς, die Flotte vom Lande aufs hohe Meer führen, Xen. Hell. 6, 2, 28; pass., [[ἐκεῖθεν]] ἐπανήχθησαν ἐς τὴν Χίον, sie fuhren hinauf, 6, 1, 38; vgl. ἐπανάγονται ταῖς ναυσίν Thuc. 8, 42; Her. 7, 194. 9, 98; verschlagen werden, von ungefähr wohin gerathen, 4, 103; – τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια, sie vor das Gericht bringen, Plat. Legg. VIII, 846 b; τὰ ψηφίσματα [[πάλιν]] ἐπαναγέσθω ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, sollen wieder vor die Archonten gebracht werden, Arist. Pol. 4, 14; – übertr., τὰ ὀνείδεα φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν, den Muth zu erregen, Her. 7, 160. – 2) zurückführen; τὸ [[στρατόπεδον]] Thuc. 7, 3; τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Xen. Mem. 4, 6, 13; Plat. Legg. XII, 949 b; τὰ πράγματα εἰς ἐλευθερίαν Dem. 15, 19; ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν [[τότε]] κακῶν, ich erholte mich oder zog mich zurück, Plat. Ep. VII, 325 a. – Bei den Aerzten vom Einbringen, Einrenken der Glieder. – 3) intrans., sich zurückziehen, wo man ἑαυτόν oder στρατόν u. ä. ergänzen kann. Xen. Cyr. 4, 1, 3; zurückkehren, ἐπὶ τὴν ἀπολειπομένην διήγησιν D. Hal. 4, 7; Pol. u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπανάγω''': μέλλ. -άξω· ἄγω [[ἐπάνω]], [[ἑπομένως]], 1) ἀνακινῶ, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]] (πρβλ. τὸ Γερμ. anforingen), τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160. 2) ἀνυψῶ, εἰς ἡρωϊκὴν τάξιν Δημ. 1391. 22. ΙΙ. ἄγω [[ἐπάνω]], ἄγω εἰς, [[οἷον]] πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν Πλάτ. Νόμοι 724Α. 2) [[ἀποσύρω]], ἐπανῆγε τὸ [[στρατόπεδον]] εἰς τὴν εὐρυχωρίαν [[μᾶλλον]] Θουκ. 7. 3· [[σύρω]] [[ὀπίσω]], προβαλλόμενος μὲν τὰ ἀριστερά, ἐπανάγων δὲ τὰ δεξιὰ Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἄγω [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], ἐπανήγαγεν ὡς ὑμᾶς Δημ. 271. 17· λαβὼν ἐπανάξω, σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν... καὶ λέοντα καὶ λύκον Ἀντιφ. Ἁρπ. 1. 3) [[ἐπαναφέρω]] τινὰ εἴς τι, τοὺς ἄρχοντας [[πάλιν]] ἐπανάγειν (αὐτὸν) εἰς τὸν περὶ τοῦ πράγματος ἀεὶ λόγον Πλάτ. Νόμοι 949Β· τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 13· ἐδυσχέρανά τε καὶ ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν [[τότε]] κακῶν, ἀπεμάκρυνα, Πλάτ. Ἐπιστ. 325Α· εἰς ἐλευθερίαν τὰ πράγματα Δημ. 196, 7· τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ κοινὰ δικαστήρια ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 846Β, πρβλ. Διογ. Λ. 10. 128. - Παθ., ἐπαναγέσθω [[πάλιν]] ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 16. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], ἐπί τι Πολύβ. 3. 5, 9, κτλ. IV. [[ἐξάγω]] εἰς τὸ [[πέλαγος]], ἐπανήγαγεν ἂν τὸ [[κέρας]] ἀπὸ τῆς γῆς κατὰ [[ταῦτα]] τὰ χωρία Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 28· ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον (ἐξυπ. τὸ [[πλοῖον]]) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 3: - Παθ., [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὸ [[πέλαγος]] [[ἐναντίον]] τινός, τινι Ἡρόδ. 9. 98· ἐπανάγεσθαι ταῖς ναυσὶ Θουκ. 8. 42· καὶ ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 194, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 24· ἐπὶ τὴν Χίον [[αὐτόθι]] 1. 6, 38. V. ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], ἐπὶ πλεόντων, φέρομαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων εἴς τι [[μέρος]], εἴς τινα τόπον, τοὺς ἂν λάβωσι Ἑλλήνων ἐπαναχθέντας Ἡρόδ. 4. 103, [[ἔνθα]] ὁ Schweigh. προτείνει: ἐπενειχθέντας. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰγ],
A bring up: hence, 1 stir up, excite, τὸν θυμόν Hdt.7.160. 2 exalt, elevate, εἰς ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν D.60.9. II bring up, πρὸς τὸ φῶς Pl.Lg.724a. 2 lead or draw back, τὸ στρατόπεδον ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Th.7.3; ἐ. τὰ δεξιά X.Eq.12.13; τὸν ἄνθρωπον ἐπανήγαγεν ὡς ὑμᾶς D.18.133; σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν Antiph.42 (s.v.l.). 3 bring back, τινὰ εἰς τὸν περὶ τοῦ πράγματος λόγον Pl.Lg.949b; τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν X.Mem.4.6.13; ἐ. ἐμαυτὸν ἀπὸ τῶν κακῶν Pl.Ep.325a; εἰς ἐλευθερίαν τὰ πράγματα v.l. in D.15.19; restore, τὰς αἱρέσεις τῶν ἱερέων εἰς τὸν δῆμον D.C.37.37; τὸν οἶκον Philostr.VA1.28; τὰ ἱερά ib.2 (Pass.); τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ κοινὰ δικαστήρια ἐ. refer them to... Pl.Lg.846b, cf. Epicur.Ep.3p.62U.; ἐ. τὸ δισταζόμενον εἰς τὸν κανόνα UPZ110.57 (ii B.C.); but τῷ Δὶ ἐ. make acknowledgements to Zeus, ib.6:—Pass., to be referred back, ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1298b37; to be restored, ἐπὶ ἀρχὰς καὶ στρατηγίας App.BC4.15. 4 ἐ. ἐπί τι lead to, entail, ἐπ' ἀλγοῦν Epicur.Sent.26,30. III intr., withdraw, retreat, X. Cyr.4.1.3; revert, ἐπὶ τὴν ἀρχήν Plb.3.5.9, etc.; recur, in argument, ὅθεν ἐξέβην Jul.Or.7.226c; return, ἐπὶ ὕψιστον LXXSi.17.26; turn back, ἀπὸ δικαιοσύνης εἰς ἁμαρτίαν ib.26.28. 2 ἐ. τῷ σώματι recover one's health, Apollon.Perg.Con.1 Praef. IV put out to sea, τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς X.HG6.2.28: abs., Ev.Luc.5.3:—Pass., put to sea against, τινί Hdt.9.98; ἐπανάγεσθαι ταῖς ναυσί with one's ships, Th. 8.42: abs., Hdt.7.194, X.HG2.1.24; ἐπὶ τὴν Χίον ib.1.6.38; sail up the Nile, Pstrassb.102.19 (iii B.C.). V Pass., also, to be carried to a place, ἐπαναχθέντας Hdt.4.103, where however the v.l. ἐπαναχθέντες (in signf. iv) is to be preferred.
German (Pape)
[Seite 899] (s. ἄγω), 1) herausführen; πρὸς τὸ φῶς , an das Licht, Plat. Legg. IX, 724 a; τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς, die Flotte vom Lande aufs hohe Meer führen, Xen. Hell. 6, 2, 28; pass., ἐκεῖθεν ἐπανήχθησαν ἐς τὴν Χίον, sie fuhren hinauf, 6, 1, 38; vgl. ἐπανάγονται ταῖς ναυσίν Thuc. 8, 42; Her. 7, 194. 9, 98; verschlagen werden, von ungefähr wohin gerathen, 4, 103; – τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια, sie vor das Gericht bringen, Plat. Legg. VIII, 846 b; τὰ ψηφίσματα πάλιν ἐπαναγέσθω ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, sollen wieder vor die Archonten gebracht werden, Arist. Pol. 4, 14; – übertr., τὰ ὀνείδεα φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν, den Muth zu erregen, Her. 7, 160. – 2) zurückführen; τὸ στρατόπεδον Thuc. 7, 3; τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Xen. Mem. 4, 6, 13; Plat. Legg. XII, 949 b; τὰ πράγματα εἰς ἐλευθερίαν Dem. 15, 19; ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν τότε κακῶν, ich erholte mich oder zog mich zurück, Plat. Ep. VII, 325 a. – Bei den Aerzten vom Einbringen, Einrenken der Glieder. – 3) intrans., sich zurückziehen, wo man ἑαυτόν oder στρατόν u. ä. ergänzen kann. Xen. Cyr. 4, 1, 3; zurückkehren, ἐπὶ τὴν ἀπολειπομένην διήγησιν D. Hal. 4, 7; Pol. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάγω: μέλλ. -άξω· ἄγω ἐπάνω, ἑπομένως, 1) ἀνακινῶ, διεγείρω, ἐξεγείρω (πρβλ. τὸ Γερμ. anforingen), τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160. 2) ἀνυψῶ, εἰς ἡρωϊκὴν τάξιν Δημ. 1391. 22. ΙΙ. ἄγω ἐπάνω, ἄγω εἰς, οἷον πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν Πλάτ. Νόμοι 724Α. 2) ἀποσύρω, ἐπανῆγε τὸ στρατόπεδον εἰς τὴν εὐρυχωρίαν μᾶλλον Θουκ. 7. 3· σύρω ὀπίσω, προβαλλόμενος μὲν τὰ ἀριστερά, ἐπανάγων δὲ τὰ δεξιὰ Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἄγω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, ἐπανήγαγεν ὡς ὑμᾶς Δημ. 271. 17· λαβὼν ἐπανάξω, σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν... καὶ λέοντα καὶ λύκον Ἀντιφ. Ἁρπ. 1. 3) ἐπαναφέρω τινὰ εἴς τι, τοὺς ἄρχοντας πάλιν ἐπανάγειν (αὐτὸν) εἰς τὸν περὶ τοῦ πράγματος ἀεὶ λόγον Πλάτ. Νόμοι 949Β· τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 13· ἐδυσχέρανά τε καὶ ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν τότε κακῶν, ἀπεμάκρυνα, Πλάτ. Ἐπιστ. 325Α· εἰς ἐλευθερίαν τὰ πράγματα Δημ. 196, 7· τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ κοινὰ δικαστήρια ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 846Β, πρβλ. Διογ. Λ. 10. 128. - Παθ., ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 16. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ἐπί τι Πολύβ. 3. 5, 9, κτλ. IV. ἐξάγω εἰς τὸ πέλαγος, ἐπανήγαγεν ἂν τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς κατὰ ταῦτα τὰ χωρία Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 28· ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον (ἐξυπ. τὸ πλοῖον) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 3: - Παθ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος ἐναντίον τινός, τινι Ἡρόδ. 9. 98· ἐπανάγεσθαι ταῖς ναυσὶ Θουκ. 8. 42· καὶ ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 194, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 24· ἐπὶ τὴν Χίον αὐτόθι 1. 6, 38. V. ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, ἐπὶ πλεόντων, φέρομαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων εἴς τι μέρος, εἴς τινα τόπον, τοὺς ἂν λάβωσι Ἑλλήνων ἐπαναχθέντας Ἡρόδ. 4. 103, ἔνθα ὁ Schweigh. προτείνει: ἐπενειχθέντας.