νεώσοικος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(6_14)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεώσοικος''': ὁ, ([[νεώς]], [[οἶκος]]) [[νεώριον]], ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 96: ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. «νεώσοικοι, οἰκήματα παρὰ τῇ θαλάσσῃ οἰκοδομούμενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν, ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν» (Σουΐδ.). Ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἔμενον αἱ [[νῆες]] νενεωλκημέναι κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεσκευάζοντο, [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ ἐναυπηγοῦντο [[νῆες]] ἐν αὐτοῖς, [[καθότι]] οἱ νεώσοικοι ἀπετέλουν [[μέρος]] τοῦ νεωρίου, ναυστάθμου, Ἡρόδ. 3. 45, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 12, Ἀνδοκ. 24. 21, Θουκ. 7. 25, 64, Λυσ. 185. 20· [[διῃρημένως]], ἐν Πειραιεῖ [[νεώς]] εἰσιν οἶκοι Παυσ. 1. 29, 16.
|lstext='''νεώσοικος''': ὁ, ([[νεώς]], [[οἶκος]]) [[νεώριον]], ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 96: ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. «νεώσοικοι, οἰκήματα παρὰ τῇ θαλάσσῃ οἰκοδομούμενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν, ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν» (Σουΐδ.). Ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἔμενον αἱ [[νῆες]] νενεωλκημέναι κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεσκευάζοντο, [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ ἐναυπηγοῦντο [[νῆες]] ἐν αὐτοῖς, [[καθότι]] οἱ νεώσοικοι ἀπετέλουν [[μέρος]] τοῦ νεωρίου, ναυστάθμου, Ἡρόδ. 3. 45, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 12, Ἀνδοκ. 24. 21, Θουκ. 7. 25, 64, Λυσ. 185. 20· [[διῃρημένως]], ἐν Πειραιεῖ [[νεώς]] εἰσιν οἶκοι Παυσ. 1. 29, 16.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεώσοικος]])<br />προστατευμένος [[χερσαίος]] [[χώρος]] [[κοντά]] στην [[ακτή]] [[μέσα]] στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά [[σκάφη]] [[μετά]] από την ανέλκυσή τους στην [[ξηρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώσοικος Medium diacritics: νεώσοικος Low diacritics: νεώσοικος Capitals: ΝΕΩΣΟΙΚΟΣ
Transliteration A: neṓsoikos Transliteration B: neōsoikos Transliteration C: neosoikos Beta Code: new/soikos

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, οἶκος)

   A dock, Ar.Ach.96: mostly in pl., shipsheds, slips, in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, Hdt.3.45, Cratin.197, And.3.7, Th.7.25,64, Lys.30.22, IG22.505.14: divisim, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Paus.1.29.16.

Greek (Liddell-Scott)

νεώσοικος: ὁ, (νεώς, οἶκος) νεώριον, ἢ περὶ ἄκραν κάμπτων νεώσοικον σκοπεῖς; Ἀριστοφ. Ἀχ. 96: ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. «νεώσοικοι, οἰκήματα παρὰ τῇ θαλάσσῃ οἰκοδομούμενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν, ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν» (Σουΐδ.). Ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἔμενον αἱ νῆες νενεωλκημέναι κατὰ τὸν χειμῶνα καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεσκευάζοντο, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐναυπηγοῦντο νῆες ἐν αὐτοῖς, καθότι οἱ νεώσοικοι ἀπετέλουν μέρος τοῦ νεωρίου, ναυστάθμου, Ἡρόδ. 3. 45, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 12, Ἀνδοκ. 24. 21, Θουκ. 7. 25, 64, Λυσ. 185. 20· διῃρημένως, ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Παυσ. 1. 29, 16.

Greek Monolingual

ο (Α νεώσοικος)
προστατευμένος χερσαίος χώρος κοντά στην ακτή μέσα στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά σκάφη μετά από την ανέλκυσή τους στην ξηρά
αρχ.
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + οἶκος.