ἄνηβος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνηβος''': -ον, ὁ [[μήπω]] ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. [[ἀγένειος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἔφηβος]], Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ [[ἄνευ]] γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671.
|lstext='''ἄνηβος''': -ον, ὁ [[μήπω]] ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. [[ἀγένειος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἔφηβος]], Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ [[ἄνευ]] γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non encore dans l’âge de la puberté ; sans barbe.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἥβη]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνηβος Medium diacritics: ἄνηβος Low diacritics: άνηβος Capitals: ΑΝΗΒΟΣ
Transliteration A: ánēbos Transliteration B: anēbos Transliteration C: anivos Beta Code: a)/nhbos

English (LSJ)

ον,

   A not yet come to man's estate, opp. ἔφηβος, παῖς Heraclit.117, cf. Leg.Gort.11.19, Lys.14.25, Theoc.8.3; οἱ ἄ. pueri, CIG2034 (Byzantium), cf. SIG1028.32 (Cos); ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς impotent, Arist.HA581b22; of a girl, Pl.Lg.833c.

German (Pape)

[Seite 228] der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz ἔφηβος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνηβος: -ον, ὁ μήπω ἐλθὼν εἰς ἥβην, ὅ ἐ. ἀγένειος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἔφηβος, Λυσ. 142. 7, Πλάτ. Νόμ. 833C, Θεόκρ. 8. 3· οἱ ἄνηβοι, pueri, Συλλ. Ἐπιγρ. 2034· ἄνηβοι καὶ ἄγονοι ἐκ γενετῆς, ἀνίκανοι καὶ ἄνευ γονῆς, Ἀριστ. Ἱστ. Z. 7. 1, 10. 2) ἐπὶ κόρης, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 671.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non encore dans l’âge de la puberté ; sans barbe.
Étymologie: ἀ, ἥβη.