ἀπειρέσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειρέσιος''': -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[σημασία]] ΙΙ), [[ἀπέραντος]], [[ἄπειρος]], [[μέγας]], [[γαῖα]], ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· [[δῆρις]] Βατραχομ. 4: [[ἀναρίθμητος]], [[πολύς]], ἄνθρωποι, ἄνδρες, [[ἔεδνα]], [[ἄποινα]] Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἀπ. [[εἶδος]], [[ἄφατος]] [[καλλονή]], Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. [[ἀπείριτος]], [[ἀπερείσιος]].
|lstext='''ἀπειρέσιος''': -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[ἄπειρος]] ([[σημασία]] ΙΙ), [[ἀπέραντος]], [[ἄπειρος]], [[μέγας]], [[γαῖα]], ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· [[δῆρις]] Βατραχομ. 4: [[ἀναρίθμητος]], [[πολύς]], ἄνθρωποι, ἄνδρες, [[ἔεδνα]], [[ἄποινα]] Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: [[ὡσαύτως]], ἀπ. [[εἶδος]], [[ἄφατος]] [[καλλονή]], Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. [[ἀπείριτος]], [[ἀπερείσιος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />infini.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἄπειρος]]².
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρέσιος Medium diacritics: ἀπειρέσιος Low diacritics: απειρέσιος Capitals: ΑΠΕΙΡΕΣΙΟΣ
Transliteration A: apeirésios Transliteration B: apeiresios Transliteration C: apeiresios Beta Code: a)peire/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A boundless, immense, γαῖα, ὀϊζύς, Il.20.58, Od.11.621; δῆρις Batr.4; countless, ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι Od.19.174, cf. Hes.Fr.134.4, Theoc.25.100; ὄρνιθες Simon.40; ἀ. εἶδος untold beauty, Hes.Fr.33; once in Trag., ἀ. πόνοι S.Aj.928 (lyr.): neut. as Adv., Q.S.2.179, 3.386. (Like ἀπερείσιος, by metrical lengthening for Απερέσιος; root per- in πεῖραρ, ἄπειρος B.)

German (Pape)

[Seite 284] α, ον, verlängerte Form von ἄπειρος, vgl. ἀπερείσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß, γαῖα Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνθρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρέσιος: -α, -ον, (ος, ον, μόνον ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 225), ἐκτεταμ. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄπειρος (σημασία ΙΙ), ἀπέραντος, ἄπειρος, μέγας, γαῖα, ὀΐζὺς Ἰλ. Υ. 58, Ὀδ. Λ. 621· δῆρις Βατραχομ. 4: ἀναρίθμητος, πολύς, ἄνθρωποι, ἄνδρες, ἔεδνα, ἄποινα Ὀδ. Τ. 174, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 4, κτλ.: ὡσαύτως, ἀπ. εἶδος, ἄφατος καλλονή, Ἡσ. Ἀποσπ. 73. 3: - ἅπαξ παρὰ Τραγ., ἀπ. πόνοι Σοφ. Αἴ. 928 (λυρ.): - τό οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ., Κόïντ. Σμ. 2. 179. Πρβλ. ἀπείριτος, ἀπερείσιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
infini.
Étymologie: cf. ἄπειρος².