ἐργολαβέω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐργολᾰβέω''': [[ἀναλαμβάνω]] τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματιστικῷ ποσῷ, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐργοδοτέω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24· μετ’ αἰτ., ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3, πρβλ. Φιλόχ. 97· τὸ μακρὸν [[τεῖχος]] Πλουτ. Περ. 13: ― ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, ἐργ. τὰ μειράκια, ἀναλαμβάνειν τὴν ἀνατροφὴν αὐτῶν ἐπὶ μισθῷ, Ἀλκίφρ. 3. 55· καὶ ἀπολ., [[ἐργάζομαι]] ἐπὶ μισθῷ, ἐπιδιώκω χρηματικὴν ὠφέλειαν, κερδοσκοπῶ, σοφιστὴς ἐργολαβῶν Αἰσχίν. 42. 41, πρβλ. Δημ. 608. 12· ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 58. 26· τινί, διά τινα, Δημ. 784. 25· ἐπί τινα ἢ μετά τινος, [[ἐναντίον]] τινός, Αἰσχίν. 24. 37, Δημ. 1482. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πολύαιν. 6. 51. | |lstext='''ἐργολᾰβέω''': [[ἀναλαμβάνω]] τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματιστικῷ ποσῷ, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐργοδοτέω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24· μετ’ αἰτ., ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3, πρβλ. Φιλόχ. 97· τὸ μακρὸν [[τεῖχος]] Πλουτ. Περ. 13: ― ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, ἐργ. τὰ μειράκια, ἀναλαμβάνειν τὴν ἀνατροφὴν αὐτῶν ἐπὶ μισθῷ, Ἀλκίφρ. 3. 55· καὶ ἀπολ., [[ἐργάζομαι]] ἐπὶ μισθῷ, ἐπιδιώκω χρηματικὴν ὠφέλειαν, κερδοσκοπῶ, σοφιστὴς ἐργολαβῶν Αἰσχίν. 42. 41, πρβλ. Δημ. 608. 12· ἔν τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Αἰσχίν. 58. 26· τινί, διά τινα, Δημ. 784. 25· ἐπί τινα ἢ μετά τινος, [[ἐναντίον]] τινός, Αἰσχίν. 24. 37, Δημ. 1482. 26· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πολύαιν. 6. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> entreprendre à forfait;<br /><b>2</b> chercher un gain dans une entreprise ; spéculer, trafiquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργολάβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A contract for the execution of work, opp. ἐργοδοτέω, CIG3467.24 (Sardes) (also in Med., Polyaen.6.51): c. acc., ἐ. ἀνδριάντας X.Mem.3.1.2, cf. Philoch.97 ; τὸ ἱερὸν ἢ δαμόσιον ἔργον SIG2940.7 (Cos, i B. C.); τὸ ἰατρικὸν ἔργον BCH25.235 (Amphissa); τὸ μακρὸν τεῖχος Plu.Per.13 : c. inf., SIG2588.220 (Delos, ii B.C.), IG12(8).640.6 (Peparethus, ii B.C.). II make profit out of, τὰ ἰατρικά Phld.Rh.1.329S.; so of Sophists, ἐ. τὰ μειράκια Alciphr.3.55 : so abs., freq. in Oratt., σοφιστὴς ἐργολαβῶν Aeschin.2.112, cf. D.22.49 ; ἔν τινι in a matter, Aeschin.3.33 ; τινι for one, D.25.47 ; ἐπί τινα or κατά τινος against one, Aeschin.1.173, D.Ep.3.34.
German (Pape)
[Seite 1020] eine Arbeit für einen bedungenen Lohn übernehmen, ἀνδριάντας Xen. Mem. 3, 1, 2; τεῖ. χος Plut. Pericl. 13; bes. des Gewinnes wegen, vgl. Dem. 24, 161, δι' ὧν ἠργολάβει, 25, 47; τινὶ ἐφ' ὑμᾶς, Aesch. 1, 173; dah. οἱ τὰ μειράκια ἐργολαβοῦντες, von den Lehrern der Philosophie, Alciphr. 3, 55; übh. seinen Gewinn suchen, bes. durch schlechte Künste, σοφιστοῦ ἐργολαβοῦντος τὰ τοιαῦτα νομίζων ἐγκώμια εἶναι Aesch. 2, 112; ἐν τοῖς κηρύγμασι 3, 33. Bei Sp., wie D. Cass., = pachten. – Das med. hat Polyaen. 6, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργολᾰβέω: ἀναλαμβάνω τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῳ χρηματιστικῷ ποσῷ, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐργοδοτέω, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24· μετ’ αἰτ., ἐργ. ἀνδριάντας, Λατ. statuas conducere faciendas, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3, πρβλ. Φιλόχ. 97· τὸ μακρὸν τεῖχος Πλουτ. Περ. 13: ― ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, ἐργ. τὰ μειράκια, ἀναλαμβάνειν τὴν ἀνατροφὴν αὐτῶν ἐπὶ μισθῷ, Ἀλκίφρ. 3. 55· καὶ ἀπολ., ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, ἐπιδιώκω χρηματικὴν ὠφέλειαν, κερδοσκοπῶ, σοφιστὴς ἐργολαβῶν Αἰσχίν. 42. 41, πρβλ. Δημ. 608. 12· ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχίν. 58. 26· τινί, διά τινα, Δημ. 784. 25· ἐπί τινα ἢ μετά τινος, ἐναντίον τινός, Αἰσχίν. 24. 37, Δημ. 1482. 26· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πολύαιν. 6. 51.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 entreprendre à forfait;
2 chercher un gain dans une entreprise ; spéculer, trafiquer.
Étymologie: ἐργολάβος.