προλογίζω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προλογίζω''': [[λέγω]] πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. [[λέγω]] [[πρότερος]], ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει [[Οἰδίπους]] Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]], Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, [[ἐξετάζω]] πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152. | |lstext='''προλογίζω''': [[λέγω]] πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. [[λέγω]] [[πρότερος]], ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει [[Οἰδίπους]] Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]], Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, [[ἐξετάζω]] πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être le principal acteur d’une pièce.<br />'''Étymologie:''' [[πρόλογος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A speak a prologue, Sch.S.Ph.1, etc.; to be the first speaker, Arg.S.OC 2 to be spokesman in a law-court, PLond. 5.1708.27 (vi A.D.). II Med., consider before, Phld.Mus.p.74 K., Gal.4.815, Simp.in Epict.p.26 D.
German (Pape)
[Seite 733] vorher reden, bes. den Prolog sprechen, auftreten, um den Prolog zu sprechen, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
προλογίζω: λέγω πρόλογον, παρὰ τοῖς Σχολ. ΙΙ. λέγω πρότερος, ὁμιλῶ πρῶτος, προλογίζει Οἰδίπους Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. ἐν τέλει 2) μνημονεύω προηγουμένως, Κλήμ. Ἀλ. 985. ΙΙΙ. Μέσ., λογίζω, ἐξετάζω πρότερον, Σιμπλικ. Ἐπιστ. σ. 99. ― Οὐσιαστ. -ισμός, οῦ, ὁ Ἱεροκλ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
être le principal acteur d’une pièce.
Étymologie: πρόλογος.