τελαμών: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελᾰμών''': -ῶνος, ὁ, πλατὺς ἱμὰς χρησιμεύων εἰς πολλὰ (ἐκ τῆς √ΤΛΑ, [[τλάω]], ἐξ οὗ καὶ ὁ [[ἥρως]] Τελαμὼν ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]], πρβλ. Ἄτλας)· 1) [[ἱμάς]], [[λωρίον]] ἐκ δέρματος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι [[τετάσθην]], [[ἤτοι]] ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Ἰλ. Ξ. 404 μόνον διὰ τὸ [[ξίφος]], [[ξίφος]] σὺν κολεῷ τε καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Η. 304, πρβλ. Ψ. 825· μαχαίρας εἶχον... ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Σ. 598· περὶ στήθεσσι... [[χρύσεος]] ἦν τ. Ὀδ. Λ. 610, - ἀλλὰ συνήθως διὰ τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Λ. 38., Σ. 480, κ. ἀλλ.· δὲν ἐζωννύετο δὲ περὶ τὴν ὀσφὺν ἀλλὰ περιέβαλλε τὸν ὦμον καὶ τὸ [[στῆθος]], Ε. 796., Π. 803, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 171· - παρ’ Ὁμ. ὁ τελαμὼν [[εἶναι]] συνήθως [[ἀργύρεος]], [[ὡσαύτως]] δὲ [[χρύσεος]], ἴδε ἀνωτ.· φαεινὸς Ἰλ. Μ. 401, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 222. 2) πλατὺς [[λινοῦς]] [[ἐπίδεσμος]], [[χρήσιμος]] διὰ τραύματα, Ἰλ. Ρ. 290, Ἡρόδ. 7. 181· ἀμφὶ τραύματ’... τελαμῶνας βαλεῖν Εὐριπ. Φοίν. 1669· - [[ὡσαύτως]] μακρὸν καὶ στενὸν [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου, [[εἶδος]] «φασκ~ιᾶς», δι’ ἧς περιειλίσσοντο τὰ νεκρὰ σώματα τῶν Αἰγυπτίων (αἱ μούμμιαι), Ἡρόδ. 2. 86, Ἀνθ. Π. 11. 125. 3) [[ταινία]] ἀναδέουσα τὴν κόμην, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20, στίχ. 8, Καλλίστρ. Στατ. 11. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, Τελαμῶνες ἦσαν κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἀνδρῶν χρησιμεύοντα ἀντὶ κιόνων· ἦτο δὲ τοῦτο Ρωμαϊκὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ Ἑλλην. Ἄτλαντες, Müller Archäol. d. Kunst § 279, Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 76. 78· πρβλ. Καρυάτιδες. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τελαμών]]· [[λῶρος]]. καὶ ὁ ἀναφορεὺς τοῦ ξίφους καὶ τῆς ἀσπίδος, ἢ [[δεσμός]], ἢ «[[φασκία]]». - «Τελαμῶνα ᾄδειν· ἀρχὴ σκολίου» ὁ αὐτ. - «Τελαμώνιοι κόνδυλοι· οἱ προσδεόμενοι τῶν τελαμώνων· ἢ μεγάλοι, χαλεποὶ» ὁ αὐτ.
|lstext='''τελᾰμών''': -ῶνος, ὁ, πλατὺς ἱμὰς χρησιμεύων εἰς πολλὰ (ἐκ τῆς √ΤΛΑ, [[τλάω]], ἐξ οὗ καὶ ὁ [[ἥρως]] Τελαμὼν ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]], πρβλ. Ἄτλας)· 1) [[ἱμάς]], [[λωρίον]] ἐκ δέρματος, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρῳ, δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι [[τετάσθην]], [[ἤτοι]] ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Ἰλ. Ξ. 404 μόνον διὰ τὸ [[ξίφος]], [[ξίφος]] σὺν κολεῷ τε καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Η. 304, πρβλ. Ψ. 825· μαχαίρας εἶχον... ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Σ. 598· περὶ στήθεσσι... [[χρύσεος]] ἦν τ. Ὀδ. Λ. 610, - ἀλλὰ συνήθως διὰ τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Λ. 38., Σ. 480, κ. ἀλλ.· δὲν ἐζωννύετο δὲ περὶ τὴν ὀσφὺν ἀλλὰ περιέβαλλε τὸν ὦμον καὶ τὸ [[στῆθος]], Ε. 796., Π. 803, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 171· - παρ’ Ὁμ. ὁ τελαμὼν [[εἶναι]] συνήθως [[ἀργύρεος]], [[ὡσαύτως]] δὲ [[χρύσεος]], ἴδε ἀνωτ.· φαεινὸς Ἰλ. Μ. 401, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 222. 2) πλατὺς [[λινοῦς]] [[ἐπίδεσμος]], [[χρήσιμος]] διὰ τραύματα, Ἰλ. Ρ. 290, Ἡρόδ. 7. 181· ἀμφὶ τραύματ’... τελαμῶνας βαλεῖν Εὐριπ. Φοίν. 1669· - [[ὡσαύτως]] μακρὸν καὶ στενὸν [[ὕφασμα]] ἐκ λίνου, [[εἶδος]] «φασκ~ιᾶς», δι’ ἧς περιειλίσσοντο τὰ νεκρὰ σώματα τῶν Αἰγυπτίων (αἱ μούμμιαι), Ἡρόδ. 2. 86, Ἀνθ. Π. 11. 125. 3) [[ταινία]] ἀναδέουσα τὴν κόμην, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20, στίχ. 8, Καλλίστρ. Στατ. 11. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, Τελαμῶνες ἦσαν κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἀνδρῶν χρησιμεύοντα ἀντὶ κιόνων· ἦτο δὲ τοῦτο Ρωμαϊκὸν [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ Ἑλλην. Ἄτλαντες, Müller Archäol. d. Kunst § 279, Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 76. 78· πρβλ. Καρυάτιδες. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τελαμών]]· [[λῶρος]]. καὶ ὁ ἀναφορεὺς τοῦ ξίφους καὶ τῆς ἀσπίδος, ἢ [[δεσμός]], ἢ «[[φασκία]]». - «Τελαμῶνα ᾄδειν· ἀρχὴ σκολίου» ὁ αὐτ. - «Τελαμώνιοι κόνδυλοι· οἱ προσδεόμενοι τῶν τελαμώνων· ἢ μεγάλοι, χαλεποὶ» ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><b>1</b> baudrier de cuir pour suspendre l’épée <i>ou</i> le bouclier;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> bande d’étoffe pour bander une blessure <i>ou</i> une plaie, pour embaumer un mort.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελᾰμών Medium diacritics: τελαμών Low diacritics: τελαμών Capitals: ΤΕΛΑΜΩΝ
Transliteration A: telamṓn Transliteration B: telamōn Transliteration C: telamon Beta Code: telamw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A broad strap or band for bearing or supporting anything (from τελᾰ- 'bear' (v. Τλάω, τελάσσαι), whence also the hero Telamon took his name):    1 leathern strap or belt, freq. in Hom., Il.17.290; δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην, ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου, of Ajax, 14.404; for the sword alone, ξίφος σὺν κολεῷ τε καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι 7.304, cf. 23.825; μαχαίρας εἶχον . . ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων 18.598; περὶ στήθεσσι . . χρύσεος ἦν τ. Od. 11.610; for the shield, Il.2.388, 11.38, 18.480; it passed over the shoulder and bore the chief weight, 5.796, 16.803, cf. Hdt.1.171; τ. φαεινός Il.12.401; χάλκεος Hes.Sc.222.    2 broad linen bandage for wounds, Hdt.7.181, Antyll. ap. Orib.7.9.1, Herod. Med. ap. eund.10.18.15, Sor.1.28, al.; ἀμφὶ τραύματ' . . τελαμῶνας βαλεῖν E.Ph.1669; also, a long linen bandage or roller, for swathing mummies, Hdt.2.86, cf. AP11.125.    3 band for the hair, Callistr.Stat.11.    II in Architecture, Τελαμῶνες were colossal male figures used as bearing-pillars, being the Roman name for Ἄτλαντες, Vitr.6.7.6.    2 base of a στήλη, ἁ στάλα καὶ ὁ τελαμὼν (prob. written τελαμὼ, v. Mnemos.58.28) ἱαρὰ τᾶς Ἥρας IG4.517 (Argos, v B.C.); [ἀναγράψαι εἰς σ]τήλην λευκοῦ λίθου [κα]ὶ ἀναθ[εῖναι αὐτὴν ἐπὶ τελα]μ[ῶ]νος prob. rest. in CIG2056d (loc.inc., perh. Odessus); simply = στήλη, ἀναγράψαι . . εἰς τελαμῶνα λευκοῦ λίθου καὶ ἀναθεῖναι κτλ. SIG731.41 (Tomi, i B.C.), al., cf. Milet.3p.377No.153.39, BMus.Inscr.1007 (Cyzicus, ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1084] ῶνος, ὁ (τλῆναι, ταλάσαι), ein breiter, lederner Tragriemen, Wehrgehenk, sowohl den Schild als das Schwert daran zu tragen; ἀσπίδος, Il. 2, 388. 5, 796 u. sonst; ἀργύρεος, 18, 480; φαεινός, 12, 401; auch von Gold, Od. 11, 610; ξίφος σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι, Il. 7, 304; μαχαίρας εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων, 18, 598; vgl. bes. 14, 404, wo es von Aias heißt δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην, ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου. – Eine linnene Binde, Wunden zu verbinden, Verband, δησάμενος τελαμῶνι παρὰ σφυρόν, Il. 17, 290; Her. 7, 180; Eur. Troad. 1232 Phoen. 1663. – Auch Leinwandstreifen, um Todte, die einbalsamirt werden sollen, einzuwickeln, Her. 2, 86; Ep. ad. 96 (XI, 125); ein abgerissener Streifen vom Kleide, D. Hal. 2, 68; übh. Binde, Band, vgl. S. Emp. pyrrh. 3, 228. – In der Baukunst Tragbalken, Träger, bes. eine männliche, Gebälk tragende Bildsäule, sonst ἄτλαντες.

Greek (Liddell-Scott)

τελᾰμών: -ῶνος, ὁ, πλατὺς ἱμὰς χρησιμεύων εἰς πολλὰ (ἐκ τῆς √ΤΛΑ, τλάω, ἐξ οὗ καὶ ὁ ἥρως Τελαμὼν ἔλαβε τὸ ὄνομα, πρβλ. Ἄτλας)· 1) ἱμάς, λωρίον ἐκ δέρματος, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην, ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Ἰλ. Ξ. 404 μόνον διὰ τὸ ξίφος, ξίφος σὺν κολεῷ τε καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Η. 304, πρβλ. Ψ. 825· μαχαίρας εἶχον... ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Σ. 598· περὶ στήθεσσι... χρύσεος ἦν τ. Ὀδ. Λ. 610, - ἀλλὰ συνήθως διὰ τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Λ. 38., Σ. 480, κ. ἀλλ.· δὲν ἐζωννύετο δὲ περὶ τὴν ὀσφὺν ἀλλὰ περιέβαλλε τὸν ὦμον καὶ τὸ στῆθος, Ε. 796., Π. 803, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 171· - παρ’ Ὁμ. ὁ τελαμὼν εἶναι συνήθως ἀργύρεος, ὡσαύτως δὲ χρύσεος, ἴδε ἀνωτ.· φαεινὸς Ἰλ. Μ. 401, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 222. 2) πλατὺς λινοῦς ἐπίδεσμος, χρήσιμος διὰ τραύματα, Ἰλ. Ρ. 290, Ἡρόδ. 7. 181· ἀμφὶ τραύματ’... τελαμῶνας βαλεῖν Εὐριπ. Φοίν. 1669· - ὡσαύτως μακρὸν καὶ στενὸν ὕφασμα ἐκ λίνου, εἶδος «φασκ~ιᾶς», δι’ ἧς περιειλίσσοντο τὰ νεκρὰ σώματα τῶν Αἰγυπτίων (αἱ μούμμιαι), Ἡρόδ. 2. 86, Ἀνθ. Π. 11. 125. 3) ταινία ἀναδέουσα τὴν κόμην, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20, στίχ. 8, Καλλίστρ. Στατ. 11. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, Τελαμῶνες ἦσαν κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἀνδρῶν χρησιμεύοντα ἀντὶ κιόνων· ἦτο δὲ τοῦτο Ρωμαϊκὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ Ἑλλην. Ἄτλαντες, Müller Archäol. d. Kunst § 279, Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 76. 78· πρβλ. Καρυάτιδες. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τελαμών· λῶρος. καὶ ὁ ἀναφορεὺς τοῦ ξίφους καὶ τῆς ἀσπίδος, ἢ δεσμός, ἢ «φασκία». - «Τελαμῶνα ᾄδειν· ἀρχὴ σκολίου» ὁ αὐτ. - «Τελαμώνιοι κόνδυλοι· οἱ προσδεόμενοι τῶν τελαμώνων· ἢ μεγάλοι, χαλεποὶ» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
1 baudrier de cuir pour suspendre l’épée ou le bouclier;
2 p. anal. bande d’étoffe pour bander une blessure ou une plaie, pour embaumer un mort.
Étymologie: τλάω.