ἴλιγγος: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴλιγγος''': ὁ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]) ὁ τῆς κεφαλῆς [[σκοτισμός]], [[ζάλη]] τῆς κεφαλῆς τοιαύτη, [[ὥστε]] νὰ νομίζῃ τις ὅτι περιστρέφονται τὰ πάντα περὶ ἑαυτόν, Λατ. vertigo, [[λιποθυμία]], Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Πολ. 407C· σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ· 892Ε· [[ὡσαύτως]], [[ταραχή]], διατάραξις τῆς κοιλίας, Νικ. Ἀλεξιφ. 610 2) ἀνεμοστρόβιλος κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 142. 3) διατάραξις φρενῶν, Πλούτ. 2. 1068C. - Ὡσαύτως φέρεται εἴλιγγος Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Νικ. Ἀλεξιφ. 609. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἴλιγγος]] καὶ ἶλιξ· ὁ τῆς κεφαλῆς [[σκοτισμός]]. ὁ γὰρ τῶν ἐντέρων [[θόρυβος]] ἰλεὸς λέγεται, ὁ [[σπαραγμός]]· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ταραχήν». | |lstext='''ἴλιγγος''': ὁ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]) ὁ τῆς κεφαλῆς [[σκοτισμός]], [[ζάλη]] τῆς κεφαλῆς τοιαύτη, [[ὥστε]] νὰ νομίζῃ τις ὅτι περιστρέφονται τὰ πάντα περὶ ἑαυτόν, Λατ. vertigo, [[λιποθυμία]], Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Πολ. 407C· σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ· 892Ε· [[ὡσαύτως]], [[ταραχή]], διατάραξις τῆς κοιλίας, Νικ. Ἀλεξιφ. 610 2) ἀνεμοστρόβιλος κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 142. 3) διατάραξις φρενῶν, Πλούτ. 2. 1068C. - Ὡσαύτως φέρεται εἴλιγγος Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Νικ. Ἀλεξιφ. 609. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[ἴλιγγος]] καὶ ἶλιξ· ὁ τῆς κεφαλῆς [[σκοτισμός]]. ὁ γὰρ τῶν ἐντέρων [[θόρυβος]] ἰλεὸς λέγεται, ὁ [[σπαραγμός]]· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ταραχήν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> vertige;<br /><b>2</b> confusion, trouble.<br />'''Étymologie:''' R. ϜελϜ, tourner ; cf. [[ἴλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἴλλω, εἴλω)
A spinning round; esp. swimming in the head, Hp.Aph. 3.17(pl.), Pl.R.407c (pl.); σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι Id.Lg. 892e; also, disturbance of the bowels, Nic.Al.597. 2 in pl., eddies or wreaths of smoke, A.R.4.142. 3 whirlpool, Procop.Goth.4.6. 4 agitation of mind, Plu.2.1068c:—also written εἴλιγγος, A.R. l.c., Nic. l.c., Plu.Caes.60, and codd. Pl.
German (Pape)
[Seite 1251] ὁ (ἴλλω, εἴλω), das Drehen, der Schwindel, wo sich Alles mit dem Menschen umzudrehen scheint; Hippocr.; κεφαλῆς τινας διατάσεις καὶ ἰλίγγους Plat. Rep. III, 407 c; μὴ σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ὑμῖν ἐμποιήσῃ Legg. X, 892 e; Sp., wie συγχύσει καὶ ἰλίγγῳ κατειλημμένος Luc. Nigr. 35; Verwirrung, Plut. adv. stoic. 20. – Bei Ap. Rh. 4, 142 u. a. Sp. auch εἴλιγγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἴλιγγος: ὁ, (ἴλλω, εἴλω) ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός, ζάλη τῆς κεφαλῆς τοιαύτη, ὥστε νὰ νομίζῃ τις ὅτι περιστρέφονται τὰ πάντα περὶ ἑαυτόν, Λατ. vertigo, λιποθυμία, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Πολ. 407C· σκοτοδινίαν ἴλιγγόν τε ἐμποιεῖν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ· 892Ε· ὡσαύτως, ταραχή, διατάραξις τῆς κοιλίας, Νικ. Ἀλεξιφ. 610 2) ἀνεμοστρόβιλος κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 142. 3) διατάραξις φρενῶν, Πλούτ. 2. 1068C. - Ὡσαύτως φέρεται εἴλιγγος Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Νικ. Ἀλεξιφ. 609. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «ἴλιγγος καὶ ἶλιξ· ὁ τῆς κεφαλῆς σκοτισμός. ὁ γὰρ τῶν ἐντέρων θόρυβος ἰλεὸς λέγεται, ὁ σπαραγμός· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὴν τῶν πραγμάτων ταραχήν».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 vertige;
2 confusion, trouble.
Étymologie: R. ϜελϜ, tourner ; cf. ἴλλω.