ἀποτρίβω: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτρίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[τρίβω]], [[συντρίβω]], κατασυντρίβω, πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων πλευραὶ ἀποτρίψουσι, «ἀποτρίψουσιν αἱ τοῦ ξένου πλευραὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 232, ― κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. ἐν τῷ Σχολ., ὑπερβολικῶς, ἀντὶ πολλὰ σφέλα οἱ πλευρὰς ἀποτρίψει, ὡς εἴ τις ἔλεγε πολλὰς μάστιγας κατέτριψε τὸ [[νῶτον]] τοῦδε, ἀντὶ τὸ [[νῶτον]] κατέτριψαν πολλαὶ μάστιγες. ΙΙ. [[καθαρίζω]], διὰ τριβῆς, «ξυστρίζω», ἀποτρίβειν ἵππον Ξεν. Ἱππ. 6. 2. ΙΙΙ. [[φθείρω]], [[ἐξαφανίζω]], πρὶν [[γῆρας]] ἀποτρῖψαι νεότατα Θεόκρ. 24. 131, πρβλ. 16. 17: ― Μέσ. [[ῥίπτω]] τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, [[ἐξαλείφω]], ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀδοξίαν Δημ. 12. 19· ἐγκλήματα Αἰσχίν. 25. 29· τὸ [[πάθος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 8· διαβολὰς Διόδ. 17. 5· τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον Πολύβ. 3. 8, 10., 10. 14, 1· τοὺς πελάζοντας ἀπ., [[ἀποδιώκω]], ὁ αὐτ. 3. 102, 5: ― [[ὡσαύτως]], [[ἀπορρίπτω]], τὴν μὲν πεῖραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι Πλουτ. Θησ. 26. 2) ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] μηδὲν ἀπ’ ἀυτῆς ἀποτριβῆναι, πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. ne quid detrimenti caperet resp., Δίων Κ. 40. 49, κτλ. | |lstext='''ἀποτρίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[τρίβω]], [[συντρίβω]], κατασυντρίβω, πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων πλευραὶ ἀποτρίψουσι, «ἀποτρίψουσιν αἱ τοῦ ξένου πλευραὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 232, ― κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. ἐν τῷ Σχολ., ὑπερβολικῶς, ἀντὶ πολλὰ σφέλα οἱ πλευρὰς ἀποτρίψει, ὡς εἴ τις ἔλεγε πολλὰς μάστιγας κατέτριψε τὸ [[νῶτον]] τοῦδε, ἀντὶ τὸ [[νῶτον]] κατέτριψαν πολλαὶ μάστιγες. ΙΙ. [[καθαρίζω]], διὰ τριβῆς, «ξυστρίζω», ἀποτρίβειν ἵππον Ξεν. Ἱππ. 6. 2. ΙΙΙ. [[φθείρω]], [[ἐξαφανίζω]], πρὶν [[γῆρας]] ἀποτρῖψαι νεότατα Θεόκρ. 24. 131, πρβλ. 16. 17: ― Μέσ. [[ῥίπτω]] τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, [[ἐξαλείφω]], ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀδοξίαν Δημ. 12. 19· ἐγκλήματα Αἰσχίν. 25. 29· τὸ [[πάθος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 8· διαβολὰς Διόδ. 17. 5· τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον Πολύβ. 3. 8, 10., 10. 14, 1· τοὺς πελάζοντας ἀπ., [[ἀποδιώκω]], ὁ αὐτ. 3. 102, 5: ― [[ὡσαύτως]], [[ἀπορρίπτω]], τὴν μὲν πεῖραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι Πλουτ. Θησ. 26. 2) ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] μηδὲν ἀπ’ ἀυτῆς ἀποτριβῆναι, πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. ne quid detrimenti caperet resp., Δίων Κ. 40. 49, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=user par le frottement;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποτρίβομαι <i>fig.</i> se purifier, se débarrasser (d’une accusation, d’un danger, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], fut. -ψω, strengthd. for τρίβω,
A wear out, πολλά οἱ . . σφέλα . . πλευραὶ ἀποτρίψουσι his ribs will wear out many a footstool (thrown at him), Od.17.232. II rub clean, ἀ. ἵππον rub down a horse, X.Eq.6.2:—Med., ἀ. τὸ αἰδοῖον Plu.2.1044b. III rub off, ἰόν Theoc.16.17: metaph., πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Id.24.133:—Pass., to be rubbed off, Arist. Col.793a25:—Med., get rid of, ἀδοξίαν D.1.11; ἐγκλήματα Aeschin. 1.179; τὸ πάθος Arist.EN1105a2; διαβολάς D.S.17.5; τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον, Plb.3.8.10, 10.14.1; τοὺς πελάζοντας ἀ. brush them away, Id.3.102.5; τὴν ἄνθρωπον Plu.Mar.40; quartanam Cic.Att.7.5.5; λιμὸν τῆς γαστρός Plu.2.1044b; decline, reject, ἡμέραν Inscr.Prien. 27.17; τὴν πεῖραν Plu.Thes.26; δεήσεις Id.Brut.17; τὰ διδόμενα OGI 315.82 (Pessinus, ii B.C.). 2 in Pass., ὥστε μηδὲν ἀπ' αὐτῆς ἀποτρῐβῆναι, = ne quid detrimenti resp. caperet, D.C.40.49, etc.
German (Pape)
[Seite 332] abreiben, abnutzen, Od. 17, 232; ἵππον, ein Pferd striegeln, Xen. Equ. 6, 2; π ρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότητα Theocr. 24, 131. – Med., von sich abwischen, abweisen, ἀδοξίαν Dem. 1, 11; τὸ πρᾶγμα ὅλον ἀποτρίψασθαι ἐπιχειρήσει Aesch. 1, 120; τοὺς πελάζοντας Pol. 3, 102. 5, u. öfter; quartanam Cic. Att. 7. 5; πεῖραν Plut. Thes. 26; δεήσεις Brut. 17; τὸ αἰδοῖον Stoic. rep. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρίβω: [ῑ]: μέλλ. -ψω, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίβω, συντρίβω, κατασυντρίβω, πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων πλευραὶ ἀποτρίψουσι, «ἀποτρίψουσιν αἱ τοῦ ξένου πλευραὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ρ. 232, ― κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. ἐν τῷ Σχολ., ὑπερβολικῶς, ἀντὶ πολλὰ σφέλα οἱ πλευρὰς ἀποτρίψει, ὡς εἴ τις ἔλεγε πολλὰς μάστιγας κατέτριψε τὸ νῶτον τοῦδε, ἀντὶ τὸ νῶτον κατέτριψαν πολλαὶ μάστιγες. ΙΙ. καθαρίζω, διὰ τριβῆς, «ξυστρίζω», ἀποτρίβειν ἵππον Ξεν. Ἱππ. 6. 2. ΙΙΙ. φθείρω, ἐξαφανίζω, πρὶν γῆρας ἀποτρῖψαι νεότατα Θεόκρ. 24. 131, πρβλ. 16. 17: ― Μέσ. ῥίπτω τι μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἐξαλείφω, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀδοξίαν Δημ. 12. 19· ἐγκλήματα Αἰσχίν. 25. 29· τὸ πάθος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 8· διαβολὰς Διόδ. 17. 5· τὸν πόλεμον, τὸν κίνδυνον Πολύβ. 3. 8, 10., 10. 14, 1· τοὺς πελάζοντας ἀπ., ἀποδιώκω, ὁ αὐτ. 3. 102, 5: ― ὡσαύτως, ἀπορρίπτω, τὴν μὲν πεῖραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι Πλουτ. Θησ. 26. 2) ἐν τῷ παθ., ὥστε μηδὲν ἀπ’ ἀυτῆς ἀποτριβῆναι, πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. ne quid detrimenti caperet resp., Δίων Κ. 40. 49, κτλ.
French (Bailly abrégé)
user par le frottement;
Moy. ἀποτρίβομαι fig. se purifier, se débarrasser (d’une accusation, d’un danger, etc.), acc..
Étymologie: ἀπό, τρίβω.