μενετός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενετός''': -ή, -όν, ([[μένω]]) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, [[μακρόθυμος]], μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ [[περίστασις]] δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142.
|lstext='''μενετός''': -ή, -όν, ([[μένω]]) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, [[μακρόθυμος]], μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ [[περίστασις]] δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui demeure, qui attend : [[οἱ]] καιροὶ [[οὐ]] μενετοί THC l’occasion n’attend pas.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μένω]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενετός Medium diacritics: μενετός Low diacritics: μενετός Capitals: ΜΕΝΕΤΟΣ
Transliteration A: menetós Transliteration B: menetos Transliteration C: menetos Beta Code: meneto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to wait, patient, μενετοὶ θεοί Ar.Av.1620; of circumstances, οἱ καιροὶ οὐ μ. opportunities will not wait, Th.1.142.

German (Pape)

[Seite 132] bleibend, wartend; οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, der rechte, günstige Augenblick bleibt, wartet nicht, Thuc. 1, 142; μενετοὶ θεοί, die Götter warten, haben Geduld, Ar. Av. 1620, nach Schol. ἀνεξίκακοι, οὐκ εὐθέως τιμωρούμενοι, oder auch μόνιμοι, βέβαιοι.

Greek (Liddell-Scott)

μενετός: -ή, -όν, (μένω) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, μακρόθυμος, μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ περίστασις δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui demeure, qui attend : οἱ καιροὶ οὐ μενετοί THC l’occasion n’attend pas.
Étymologie: adj. verb. de μένω.