πεπαντικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπαντικός''': -ή, -όν, [[μαλακτικός]], [[μετὰ]] γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.
|lstext='''πεπαντικός''': -ή, -όν, [[μαλακτικός]], [[μετὰ]] γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πεπαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[ωρίμαση]] ή στο [[μαλάκωμα]], [[μαλακτικός]] («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πεπαντικὸν [[μέλος]]» — κατευναστικό, καταπραϋντικό [[τραγούδι]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαντικός Medium diacritics: πεπαντικός Low diacritics: πεπαντικός Capitals: ΠΕΠΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pepantikós Transliteration B: pepantikos Transliteration C: pepantikos Beta Code: pepantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to ripen or soften, c. gen., πτυάλου Hp.Acut.66 ; π. δύναμις Dsc.5.125 ; π. μέλος (of music) soothing strain, prob. cj. in Iamb.VP25.113.

German (Pape)

[Seite 559] reif machend, erweichend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαντικός: -ή, -όν, μαλακτικός, μετὰ γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πεπαίνω
1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» — κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι.