Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπολαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπολαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιπολάζων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἐπιπολάζῃ, νὰ ἀναβαίνῃ [[ἐπάνω]], [[κυρίως]] ἐπὶ ἀπέπτου ἐν τῷ στομάχῳ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 44, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς, περισσῶς, ἀφθόνως, ἐπιπολαστικῶς καὶ κατακόρως χρώμενοι τῇ κραυγῇ Πολύβ. 4. 12, 9.
|lstext='''ἐπιπολαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιπολάζων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἐπιπολάζῃ, νὰ ἀναβαίνῃ [[ἐπάνω]], [[κυρίως]] ἐπὶ ἀπέπτου ἐν τῷ στομάχῳ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 44, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς, περισσῶς, ἀφθόνως, ἐπιπολαστικῶς καὶ κατακόρως χρώμενοι τῇ κραυγῇ Πολύβ. 4. 12, 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπολαστικός]], -ή, -όν) [[επιπολάζω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να επιπολάζει, να παραμένει στην [[επιφάνεια]] ενός υγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άφθονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) αυτός που παραμένει [[άπεπτος]], αχώνευστος στο [[στομάχι]] και [[επομένως]] δημιουργεί [[τάση]] για εμετό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπολαστικῶς</i><br />σε μεγάλο βαθμό, πολύ έντονα, [[δυνατά]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολαστικός Medium diacritics: ἐπιπολαστικός Low diacritics: επιπολαστικός Capitals: ΕΠΙΠΟΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epipolastikós Transliteration B: epipolastikos Transliteration C: epipolastikos Beta Code: e)pipolastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt to rise to the surface, floating on the stomach, of undigested food, Hp. Acut.62, Arist.Pr.873b26.    2. insolent: in Adv. -κῶς violently, χρώμενος τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9.

German (Pape)

[Seite 972] ή, όν, obenaufschwimmend, emporkommend, von unverdaulichen Speisen, Arist. probl. 3, 18. 21 u. öfter; Ath. II, 54 a; Medic. – Adv. ἐπιπολαστικῶς, übermäßig, καὶ κατακόρως χρώμενοι τῇ κραυγῇ Pol. 4, 12, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιπολάζων, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἐπιπολάζῃ, νὰ ἀναβαίνῃ ἐπάνω, κυρίως ἐπὶ ἀπέπτου ἐν τῷ στομάχῳ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. 44, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18, 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς, περισσῶς, ἀφθόνως, ἐπιπολαστικῶς καὶ κατακόρως χρώμενοι τῇ κραυγῇ Πολύβ. 4. 12, 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιπολαστικός, -ή, -όν) επιπολάζω
αυτός που έχει την ιδιότητα να επιπολάζει, να παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού
νεοελλ.
άφθονος
αρχ.
(για τροφές) αυτός που παραμένει άπεπτος, αχώνευστος στο στομάχι και επομένως δημιουργεί τάση για εμετό.
επίρρ...
ἐπιπολαστικῶς
σε μεγάλο βαθμό, πολύ έντονα, δυνατά.