διαμαρτυρία: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμαρτῠρία''': ἡ, ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, «[[ἔνστασις]]», [[ἐνίοτε]] φερομένη κατὰ τὴν ἀνάκρισιν, [[ὅπως]] ἐμποδίσῃ τὴν ὑπόθεσιν ἀπὸ τοῦ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 1097. 20, κτλ. 1) ἐν πάσῃ δίκῃ ὁ κατηγορούμενος ἠδύνατο νὰ φέρῃ ἔνστασιν, [[ἤτοι]] διαμαρτυρίαν, τὴν [[δίκη]] μὴ εἰσαγώγιμον [[εἶναι]], καὶ [[τότε]] ἡ [[δίκη]] ἀνεβάλλετο, ἕως οὗ πρῶτον τὸ προκαταρκτικὸν τοῦτο [[ζήτημα]] ἐλύετο, πρβλ. Ἰσοκρ. 373C· [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] ὁ [[κατήγορος]] εἰσῆγε διαμαρτυρίαν, [[ὅπως]] προλάβῃ τὸν κατηγορούμενον, ἴδε Λυσ. 167. 38 κἑξ. 2) ἐν διαδικασίᾳ κλήρου (ἴδε [[διαδικασία]]), πᾶς ἔχων ἀξιώσεις ἐπί τινος περιουσίας δι᾽ ἀγχιστείαν πρὸς τὸν ἀποθανόντα (καὶ [[ἑπομένως]] δικαιούμενος νὰ καταλάβῃ αὐτὴν δι᾽ ἁπλῆς σημειώσεως ἐν τοῖς βιβλίοις) ἠδύνατο νὰ σταματήσῃ τὴν διαδικασίαν διὰ διαμ. μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον [[εἶναι]], καὶ οὕτω νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἐκδίκασιν τῆς [[ἑαυτοῦ]] ἀξιώσεως πρὶν οἱ ἀντίδικοι ἢ διάδικοι (οἱ ἀμφισβητοῦντες) ἀκουσθῶσιν. Ἡ [[διαμαρτυρία]] ἔπρεπε νὰ ὑποστηρίζηται διὰ τῆς μαρτυρίας [[τοὐλάχιστον]] ἑνὸς [[μάρτυρος]] ([[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]])· ἠδύνατο δὲ νὰ ἐγερθῇ κατ᾽ αὐτῆς [[δίκη]] ψευδομαρτυριῶν [[ἐναντίον]] τοῦ [[μάρτυρος]], καὶ ἡ καταδίωξις αὕτη ἐκαλεῖτο ἐπισκήπτεσθαι, [[ἐπίσκηψις]] (ἴδε ἐν λέξ.), Ἰσαῖ. 38. 13. - Ἴδε Ἁρπ. ἐν λ. | |lstext='''διαμαρτῠρία''': ἡ, ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, «[[ἔνστασις]]», [[ἐνίοτε]] φερομένη κατὰ τὴν ἀνάκρισιν, [[ὅπως]] ἐμποδίσῃ τὴν ὑπόθεσιν ἀπὸ τοῦ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 1097. 20, κτλ. 1) ἐν πάσῃ δίκῃ ὁ κατηγορούμενος ἠδύνατο νὰ φέρῃ ἔνστασιν, [[ἤτοι]] διαμαρτυρίαν, τὴν [[δίκη]] μὴ εἰσαγώγιμον [[εἶναι]], καὶ [[τότε]] ἡ [[δίκη]] ἀνεβάλλετο, ἕως οὗ πρῶτον τὸ προκαταρκτικὸν τοῦτο [[ζήτημα]] ἐλύετο, πρβλ. Ἰσοκρ. 373C· [[ἐνίοτε]] [[ὅμως]] ὁ [[κατήγορος]] εἰσῆγε διαμαρτυρίαν, [[ὅπως]] προλάβῃ τὸν κατηγορούμενον, ἴδε Λυσ. 167. 38 κἑξ. 2) ἐν διαδικασίᾳ κλήρου (ἴδε [[διαδικασία]]), πᾶς ἔχων ἀξιώσεις ἐπί τινος περιουσίας δι᾽ ἀγχιστείαν πρὸς τὸν ἀποθανόντα (καὶ [[ἑπομένως]] δικαιούμενος νὰ καταλάβῃ αὐτὴν δι᾽ ἁπλῆς σημειώσεως ἐν τοῖς βιβλίοις) ἠδύνατο νὰ σταματήσῃ τὴν διαδικασίαν διὰ διαμ. μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον [[εἶναι]], καὶ οὕτω νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἐκδίκασιν τῆς [[ἑαυτοῦ]] ἀξιώσεως πρὶν οἱ ἀντίδικοι ἢ διάδικοι (οἱ ἀμφισβητοῦντες) ἀκουσθῶσιν. Ἡ [[διαμαρτυρία]] ἔπρεπε νὰ ὑποστηρίζηται διὰ τῆς μαρτυρίας [[τοὐλάχιστον]] ἑνὸς [[μάρτυρος]] ([[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]])· ἠδύνατο δὲ νὰ ἐγερθῇ κατ᾽ αὐτῆς [[δίκη]] ψευδομαρτυριῶν [[ἐναντίον]] τοῦ [[μάρτυρος]], καὶ ἡ καταδίωξις αὕτη ἐκαλεῖτο ἐπισκήπτεσθαι, [[ἐπίσκηψις]] (ἴδε ἐν λέξ.), Ἰσαῖ. 38. 13. - Ἴδε Ἁρπ. ἐν λ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />opposition préjudicielle du défendeur, soutenant que la cause n’est pas recevable ; protestation.<br />'''Étymologie:''' [[διαμαρτυρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, as Att. law-term,
A obstructive plea, put forward at the preliminary investigation to prevent a case from coming to trial, D.44.58, Is.3.5, Harp.; καθάπερ διαμαρτυρίαν θέμενος Satyr.Vit.Eur.Fr.39xvii21. 2 generally, affidavit, CPR232.6(ii/iii A.D.), etc. II generally, testifying, solemn protest, τοῦ ἔθνους LXX 4 Ma.16.16.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Zeugniß ablegen für eine Excepilon, für den Kläger, daß der Einwand des Verklagten ungültig, für den Verklagten, daß der Einwand gegen Einführung der Klage zulässig sei, vgl. Harpocr., Meier u. Schömann att. Proceß S. 639 – 644; Is. 3, 5; ποιεῖσθαι πρὸς τῷ ἄρχοντι, Dem. 44, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαρτῠρία: ἡ, ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, «ἔνστασις», ἐνίοτε φερομένη κατὰ τὴν ἀνάκρισιν, ὅπως ἐμποδίσῃ τὴν ὑπόθεσιν ἀπὸ τοῦ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 1097. 20, κτλ. 1) ἐν πάσῃ δίκῃ ὁ κατηγορούμενος ἠδύνατο νὰ φέρῃ ἔνστασιν, ἤτοι διαμαρτυρίαν, τὴν δίκη μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι, καὶ τότε ἡ δίκη ἀνεβάλλετο, ἕως οὗ πρῶτον τὸ προκαταρκτικὸν τοῦτο ζήτημα ἐλύετο, πρβλ. Ἰσοκρ. 373C· ἐνίοτε ὅμως ὁ κατήγορος εἰσῆγε διαμαρτυρίαν, ὅπως προλάβῃ τὸν κατηγορούμενον, ἴδε Λυσ. 167. 38 κἑξ. 2) ἐν διαδικασίᾳ κλήρου (ἴδε διαδικασία), πᾶς ἔχων ἀξιώσεις ἐπί τινος περιουσίας δι᾽ ἀγχιστείαν πρὸς τὸν ἀποθανόντα (καὶ ἑπομένως δικαιούμενος νὰ καταλάβῃ αὐτὴν δι᾽ ἁπλῆς σημειώσεως ἐν τοῖς βιβλίοις) ἠδύνατο νὰ σταματήσῃ τὴν διαδικασίαν διὰ διαμ. μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον εἶναι, καὶ οὕτω νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἐκδίκασιν τῆς ἑαυτοῦ ἀξιώσεως πρὶν οἱ ἀντίδικοι ἢ διάδικοι (οἱ ἀμφισβητοῦντες) ἀκουσθῶσιν. Ἡ διαμαρτυρία ἔπρεπε νὰ ὑποστηρίζηται διὰ τῆς μαρτυρίας τοὐλάχιστον ἑνὸς μάρτυρος (ὁπόθεν καὶ τὸ ὄνομα)· ἠδύνατο δὲ νὰ ἐγερθῇ κατ᾽ αὐτῆς δίκη ψευδομαρτυριῶν ἐναντίον τοῦ μάρτυρος, καὶ ἡ καταδίωξις αὕτη ἐκαλεῖτο ἐπισκήπτεσθαι, ἐπίσκηψις (ἴδε ἐν λέξ.), Ἰσαῖ. 38. 13. - Ἴδε Ἁρπ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
opposition préjudicielle du défendeur, soutenant que la cause n’est pas recevable ; protestation.
Étymologie: διαμαρτυρέω.